Ανταπόκριση από τη Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Ηρακλή Δ. Λογοθέτη

Γράφει: η Αθηνά-Γεωργία Κουμελά, μαθήτρια.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012 στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία».

Την Τετάρτη 31 Οκτωβρίου στη βιβλιοθήκη του 2ου Πρότυπου-Πειραματικού Λυκείου Αθηνών έλαβε χώρα μια ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική συζήτηση μεταξύ της Λογοτεχνικής Συντροφιάς και του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και κριτικού Ηρακλή Δ. Λογοθέτη. Το κύριο θέμα που συζητήθηκε ήταν το συμβόλαιο μεταξύ πομπού και δέκτη, ωστόσο θίχτηκαν και άλλα θέματα, όπως αυτό της κριτικής.

Η τοποθέτηση του Ηρακλή Λογοθέτη όσον αφορά το «τι είναι το μυθοπλαστικό συμβόλαιο» ήταν ότι πρόκειται για κάτι τελείως ατομικό που καθορίζεται από τον αναγνώστη. Στήριξε την άποψή του επισημαίνοντας ότι σε όσους και να κοινοποιείται, ακόμα και ταυτόχρονα, το κείμενο, ο τελευταίος που υπογράφει είναι ο κάθε αναγνώστης, και αυτός είναι που έχει και την εξουσία να το «σπάσει». Άποψη αρκετά σύμφωνη με όσα είχα καταλάβει μέχρι στιγμής, που σημαίνει ότι υπάρχει σχετική ομοφωνία ως προς αυτό το θέμα ανάμεσα στους μελετητές και μια συνθήκη αρκετά απελευθερωτική για τον κάθε αναγνώστη.

Επίσης, ειπώθηκε ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι πάντα σίγουρος για το τι θέλει να πει. Γι’ αυτό το λόγο κάποιες φορές ο μυθιστοριογράφος αφήνει τους ήρωές του να αυτονομούνται και να μεταβάλλονται, αποτραβιέται από την καθοδήγησή του έργου και γίνεται απλός επιβάτης, παραδίδοντας το τιμόνι σε αυτούς. Από την πλευρά του αναγνώστη πάλι, κάθε ανάγνωση είναι διαφορετική. Ένας παράγοντας είναι η ηλικία. Επομένως το νόημα του έργου μεταβάλλεται ανάλογα με το ποιος το διαβάζει, πότε, πού κλπ.

Όσον αφορά το αν σε ένα έργο υπάρχει αρχικό σχέδιο ή όχι, απάντησε ότι υπάρχει αρχικό σχέδιο το οποίο όμως δεν είναι καθοριστικό. Το τι θα συμβεί τελικά εξαρτάται από το ταλέντο, το οποίο δεν προχωράει με τους όρους της πρόθεσης. Χάρηκα που ισχύει αυτό και όχι το αντίθετο. Το να ξέρω πως τα αγαπημένα μου βιβλία είναι απλώς ακόλουθοι ενός καλά δομημένου σχεδίου θα τα έκανε απλά άψυχα αντικείμενα, ενώ έτσι «παίρνουν τα ηνία» της κατάστασης και αποκτούν τα ίδια ψυχή.

Κάτι άλλο που συζητήθηκε ήταν οι όροι που θεμελιώνουν το αφηγηματικό έργο στη συνείδηση του κοινού. Ο πρώτος όρος, για τη φύση του μυθιστορήματος, είναι η άδεια να εισβάλλει το κακό, το παράλογο ή το τρομερό, που προσελκύουν το έργο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ως παράδειγμα, υπάρχει η σκηνή του τηλεφωνικού θαλάμου στο Αββαδών ο Εξολοθρευτής του Ουμπέρτο Σάμπατο όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει το μυθιστόρημα ως «οχετό», όπου ξεβράζεται ό,τι καταπνίγουμε στη ζωή κι ό,τι δεν πετυχαίνουμε. Πράγματι, είναι φύσει αδύνατο η ευτυχία να έχει μακρά περιγραφή και οι αρνητικοί ήρωες είναι απαραίτητοι σε κάθε έργο. Αυτό συμπίπτει με τις δικές μου σκέψεις ότι η τέχνη για τον καλλιτέχνη είναι η λύτρωσή του, ο τρόπος να εκφράσει αυτό που τον βασανίζει με τον πιο ηχηρό τρόπο. Ο δεύτερος όρος είναι να μη περιγράφονται καθημερινές ιστορίες. Ο αναγνώστης ενδιαφέρεται να μάθει κάτι καινούργιο, όχι αυτό που ήδη γνωρίζει. Φυσικά, η διάθεση του κάθε αναγνώστη να μάθει εξαρτάται από το πνευματικό του επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, κάθε κατηγορία αναγνωστών δικαιούται να υπάρχει, αφού κάθε αναγνώστης έχει το συγγραφέα του και το αντίστροφο.

Η απάντηση που δόθηκε στο ερώτημα « Πώς είναι ο ιδεώδης συγγραφέας» ήταν ότι πρόκειται για κάτι που δεν είναι εύκολο να οριστεί, πέρα από το γεγονός ότι δεν εξαρτάται από τις ιδέες που θα υπάρχουν στο κείμενο, αλλά από τη μορφή του. Αυτό συμβαίνει διότι μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια τα οποία χαρακτηρίζουν την άρτια μορφή (π.χ. καλός συνδυασμός των πάσης φύσεως υλικών που έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας, ρεαλισμός που περιλαμβάνει και όσα έχουν ονειρικά, αλλόκοτα, ιλιγγιώδη στοιχεία, επειδή έτσι είναι στην ολότητά της η ζωή…), αλλά ακόμη και αν κάποιος πληροί αυτά τα κριτήρια, μπορεί να μην είναι συγγραφέας. Αυτό που λείπει σε αυτή την περίπτωση, είναι το ταλέντο.

Για το θέμα της κριτικής, ως κριτικός θεάτρου ο Ηρακλής Λογοθέτης τη χαρακτήρισε ως «πολεμική τέχνη». Αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρουσα άποψη. Τη θεμελίωσε επικαλούμενος την εμπειρία, τη δεξιότητα, την αμεσότητα, την ταχύτητα, τη σαφήνεια και την αποτελεσματικότητα που απαιτεί. Σχετικά με τη δεοντολογία της, όρος είναι ότι πρέπει να αποφεύγεται η επικοινωνία με τους κρινόμενους. Έτσι ελαχιστοποιούνται οι προσπάθειες κολακείας και χρηματισμού. Γενικά δεν πρόκειται για κάτι εύκολο, αφού τα όρια ανάμεσα σε συναλλαγή και ανεπηρέστη συνδιαλλαγή δεν είναι ευδιάκριτα. Παρατήρησε επιπλέον ότι ειδικότερα η θεατρική κριτική δοκιμάζεται και από το ανεπανάληπτο της παράστασης.

Ακόμη θίχτηκε και το θέμα της αντιμετώπισης της κριτικής από το συγγραφέα. Φυσικά ο συγγραφέας ως φιλόδοξος άνθρωπος δυσκολεύεται να παραδεχτεί μια αρνητική κριτική, αλλά ως ευφυής άνθρωπος οφείλει να της δώσει σημασία. Έτσι, δουλεύει τα σημεία στα οποία υστερεί ώστε να βελτιωθεί.

Η αξιοπιστία της επίσημης κριτικής είναι όση και αυτή ενός έμπειρου αναγνώστη. Το πιο διευρυμένο είδος κριτικής είναι αυτό που ασκείται στα περιοδικά και στις εφημερίδες και σκοπός της είναι να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ του αναγνώστη και του έργου, μιας και ο χρόνος του καθενός μας είναι περιορισμένος, αλλά είναι μεγάλη τύχη να βρεις έναν κριτικό τον οποίο να εμπιστεύεσαι. Ωστόσο, οι πιο αυθεντικές κριτικές βρίσκονται σε πολυσέλιδες μελέτες που εκδίδονται ως αυτοτελή βιβλία. Οι εμπαθείς, κακόβουλες κριτικές, που σκοπό τους έχουν τον τραυματισμό, δεν θεωρούνται επαγγελματικές. Η προγραμματική σιωπή που σκοπό έχει την επισκίαση και τον αποκλεισμό είναι η πιο δυνατή εμπαθής κριτική και έχει θεαματικότατα αποτελέσματα. Θα μπορούσε μάλιστα να χαρακτηριστεί ως «ένοπλη σιωπή».

Υπήρξαν δύο ιδιαίτερα σημαντικές παρεμβάσεις. Η πρώτη ήταν ότι η κριτική δεν υπάρχει μόνο για άσκηση ελέγχου, αλλά και για ανακάλυψη νέων συγγραφέων/έργων (π.χ. η υποδοχή του Ντοστογιέφσκι από τον Μερεζκόφσκι –με την περίφημη αναφώνηση: «Κατέχετε την αλήθεια!»– συνέβαλε στην ενθάρρυνσή του να συνεχίσει). Η δεύτερη ήταν πως η κριτική δεν είναι απαραίτητο να εξυπηρετεί απλά πρόσκαιρες επιλογές. Πολλές φορές προσφέρεται ως κείμενο για αναγνωστική απόλαυση.

Εκτός από αυτά, τέθηκε το ερώτημα ποια ψυχική ανάγκη καλύπτει η κριτική για τον κριτικό. Η απάντηση ήταν ότι ένας κριτικός μπορεί να λειτουργεί είτε ως το «ψαχτήρι» του αναγνώστη, που ανακαλύπτει αξιόλογα πράγματα μέσα στον σωρό, είτε ως κάποιος που εξαργυρώνει ιδεοληψίες είτε ως αυτός που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει με βάση την εμπειρική θεωρία που διαμόρφωσε από έναν μεγάλο όγκο αναγνώσεων, που έχει στο ενεργητικό του, είτε ως αποτυχημένος καλλιτέχνης που στρέφεται στην κριτική, άλλοτε «βγάζοντας» εμπάθειες κι άλλοτε κάνοντας αξιόλογη κριτική. Σημαντικό είναι ο κριτικός να μην ακολουθεί την πεπατημένη και να μην ακολουθεί τις πάγιες πεποιθήσεις, καθώς ο αναγνώστης δεν ωφελείται από μια τέτοια κριτική. Συχνά, αυτά που δε θέλει να ακούσει είναι τα πιο σημαντικά.

Τέλος, ρωτήσαμε τον Ηρακλή Λογοθέτη ποιος πιστεύει πως είναι καλύτερος κριτικός, ο ομότεχνος ή ο άσχετος με την συγκεκριμένη τέχνη και αν υπάρχει εξαγορά από εκδοτικούς οίκους. Αυτός απάντησε πως, ως προς το ποιος είναι καλύτερος κριτικός, δεν είναι ξεκάθαρο, αφού υπάρχει αντιστροφή ρόλων (υπάρχουν κριτικοί που προϋπήρξαν συγγραφείς και κριτικοί που κατέληξαν συγγραφείς) και πως η εξαγορά είναι αναπόφευκτη (μέσω ποικίλων μορφών χρηματοδοτήσεων, εκβιασμών και συμβιβασμών).

Σίγουρα ήταν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση η οποία μας βοήθησε να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας πάνω στο μυθοπλαστικό συμβόλαιο και όχι μόνο. Ακόμη, ξεκαθαρίστηκαν αρκετά πράγματα που ίσως ήταν θολά πριν και, το κυριότερο, νομίζω πως όλοι το διασκεδάσαμε.

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Ομίλου Λογοτεχνίας: https://blogs.sch.gr/2pplalogo/2012/11/06/logothetis-3/