Ψυχολογική Στήριξη των Παιδιών σε Καταστάσεις Κρίσεων

Χρυσή Χατζηχρήστου

Καθηγήτρια Σχολικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αθανασία Κατή

Ψυχολόγος, Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Γεώργιος Γεωργουλέας

Σχολικός Ψυχολόγος, Υποψ. Διδ. Σχολικής Ψυχολόγιας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τι είναι κρίση;

Κρίση είναι μια προσωρινή κατάσταση, η οποία προκαλεί έντονο άγχος και αποδιοργάνωση και χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του ατόμου να ελέγξει και να διαχειριστεί το συγκεκριμένο γεγονός. Οι κρίσεις διακρίνονται σε αναπτυξιακές και περιστασιακές. Οι αναπτυξιακές κρίσεις αφορούν σε γεγονότα που σχετίζονται με τη μετάβαση του ατόμου από ένα στάδιο του κύκλου της ζωής σε άλλο (π.χ. γέννηση παιδιού, έναρξη της σχολικής ζωής, εφηβεία κ.ά.), ενώ οι περιστασιακές είναι απροσδόκητες, αρχίζουν ξαφνικά και μπορεί να επηρεάζουν ένα άτομο ή μια ολόκληρη κοινότητα (π.χ. φυσικές καταστροφές, επιδημίες, ατυχήματα, απώλειες, διαζύγιο, σοβαρή ασθένεια, οικονομική κρίση κ.ά.).

Κάθε είδος κρίσης έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βιώνεται με διαφορετικό τρόπο από τα άτομα, επηρεάζοντας κυρίως την αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και ελέγχου, καθώς και το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, άμεσο (οικογένεια, φίλοι) ή ευρύτερο (γειτονιά, κοινότητα).

Παρόλη την αρνητική τους διάσταση, οι κρίσεις αποτελούν μέρος της ζωής, που όλοι κάποια στιγμή αντιμετωπίζουμε. Η επιτυχημένη επίλυσή τους μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της ανθεκτικότητας του ατόμου, ενόψει μελλοντικών στρεσογόνων καταστάσεων.

Αναμενόμενες φυσιολογικές αντιδράσεις παιδιών και εφήβων σε καταστάσεις κρίσεων

Μια κατάσταση κρίσης μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία, η οποία, ωστόσο, είναι πιθανό να είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε μια «μη φυσιολογική» κατάσταση (Brock, Sandoval, & Lewis, 2005). Το γεγονός αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά. Στην πλειονότητά τους, οι διάφορες αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά μετά από μία εμπειρία κρίσης, είναι όχι μόνο φυσιολογικές, αλλά και αναμενόμενες.

Οι αντιδράσεις και τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και την αναπτυξιακή ωριμότητα του παιδιού και μπορεί να εκδηλώνονται στο σπίτι και στο σχολείο. Οι κυριότερες αναμενόμενες αντιδράσεις των παιδιών σε καταστάσεις κρίσης είναι οι ακόλουθες (βλέπε και πίνακα 1):

α. Παλινδρόμηση: το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία του, αλλά σε παιδιά μικρότερης ηλικίας.

β. Σωματικά συμπτώματα: το παιδί εμφανίζει συμπτώματα αδιαθεσίας ή ασθένειας.

γ. Συναισθηματικές δυσκολίες: το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές που από το περιβάλλον θεωρούνται συνήθως «ανεπιθύμητες ή «αδικαιολόγητες», αφού συνήθως θεωρείται ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός ή τουλάχιστον εμφανής λόγος που τις προκαλεί.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρίση είναι πιθανό να βιώνεται από το παιδί ως «τραύμα», δηλαδή η ψυχική και συναισθηματική λειτουργία του παιδιού να διαταράσσεται σοβαρά για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και να παρουσιάζονται συμπτώματα, όπως αμνησία γύρω από το τραυματικό γεγονός ή ακούσια αναβίωση δυσάρεστων εικόνων και εμπειριών.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ

πηγη:http://www.connecting4caring.gr

Σχολική Εμπλοκή και Κίνητρα στη Μαθησιακή Διαδικασία

Φωτεινή Πολυχρόνη

Επίκουρη Καθηγήτρια Μαθησιακών Δυσκολιών, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Χριστίνα Καμπυλαυκά

Υποψ. Δρ. Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η έννοια της σχολικής εμπλοκής

Η σχολική εμπλοκή αποτελεί μία πολυδιάστατη έννοια που συνδυάζει τις συναισθηματικές, συμπεριφορικές και γνωστικές διαστάσεις της προσαρμογής των μαθητών στο σχολείο (Jimerson, Campos, & Greif, 2003). Η πρώτη διάσταση, η συναισθηματική εμπλοκή (π.χ. Είμαι περήφανος που πηγαίνω σε αυτό το σχολείο), αναφέρεται στα συναισθήματα των μαθητών για τη μάθηση, ενώ η συμπεριφορική εμπλοκή αφορά στην προσπάθεια και την επιμονή των μαθητών για τη μάθηση (π.χ. Όταν είμαι στην τάξη, προσπαθώ όσο πιο πολύ μπορώ) και την ενεργή εμπλοκή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες (π.χ. Συμμετέχω ενεργά σε σχολικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα σε αθλητικούς αγώνες και σχολικές εκδρομές) (Skinner & Belmont, 1993). Τέλος, η γνωστική εμπλοκή αναφέρεται στο βαθμό και τον τύπο των γνωστικών στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι μαθητές στη  μαθησιακή διαδικασία (π.χ. Για να καταλάβω καλύτερα το μάθημα κάνω σχεδιάγραμμα)  (Walker, Greene, & Mansell, 2006). Είναι απαραίτητη η συνύπαρξη και των τριών διαστάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υπάρχει σχολική εμπλοκή.

Η σημασία της σχολικής εμπλοκής

Τα τελευταία χρόνια η σχολική εμπλοκή έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών στο χώρο της σχολικής ψυχολογίας (Appleton, Christenson, Kim, & Reschly, 2006. Fredricks, Blumenfeld, & Paris, 2004. Lam, Jimerson, Kikas, Cefai, Veiga, Nelson, Hatzichristou, Polychroni, et al., 2012). Η σημασία της για τη μάθηση, τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς είναι μεγάλη, καθώς καθιστά τη μαθησιακή διαδικασία ευκολότερη, πιο ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική. Η συμπεριφορική εμπλοκή συσχετίζεται θετικά με την σχολική επίδοση, ενώ παράλληλα σχετίζεται αρνητικά με τη σχολική διαρροή (Archambault, Janosz, Fallu, & Pagani, 2009). Επίσης, στο πλαίσιο της θεωρίας των κινήτρων υποστηρίζεται ότι βασικά χαρακτηριστικά της σχολικής εμπλοκής, όπως το εγγενές ενδιαφέρον και η εσωτερική αξία, δηλαδή, οι πεποιθήσεις των μαθητών για την αξία του σχολείου και της μάθησης, οδηγούν στη χρήση κατάλληλων στρατηγικών και όλα τα παραπάνω συντελούν σε θετικά μαθησιακά αποτελέσματα (Ryan & Deci, 2000).

Παράλληλα, η συναισθηματική εμπλοκή, μέσω του αισθήματος «του ανήκειν» που προσφέρει στους μαθητές, συνδέεται όχι μόνο με ακαδημαϊκά αποτελέσματα αλλά και με μειωμένα προβλήματα προσαρμογής όπως χαμηλή παραβατικότητα, έλλειψη αντικοινωνικών συμπεριφορών, χαμηλότερη πιθανότητα χρήσης ουσιών κ.ο.κ. (Maddox & Prinz, 2003). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η συμπεριφορική εμπλοκή σχετίζεται και αυτή με τη σειρά της με την σχολική επίδοση. Συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη και τις τρεις διαστάσεις της, υποστηρίζεται ότι η σχολική εμπλοκή αποτελεί προστατευτικό παράγοντα για τη σχολική επίδοση, για την πιθανότητα ολοκλήρωσης της σχολικής φοίτησης και για τις διαστάσεις της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των μαθητών (Fredricks et al., 2004). Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για μια θεωρητική έννοια, αλλά για μια έννοια με εφαρμογές σε πολλά πεδία καθώς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο σχολικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, είναι ιδιαίτερα σημαντική για:

  • Τους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς κατά τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο παρατηρείται απομάκρυνση από τα εσωτερικά κίνητρα και προσανατολισμός προς εξωτερικά κίνητρα και χαμηλό αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητας.
  • Τους μαθητές με χαμηλή επίδοση και μαθησιακές δυσκολίες που συνήθως περιγράφονται ως «μαθητές που βαριούνται το σχολείο, δεν έχουν κίνητρα, δεν συμμετέχουν» (Πολυχρόνη, 2011).

Παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σχολικής εμπλοκής

Δεδομένης της μεγάλης σημασίας της σχολικής εμπλοκής για τη ζωή των μαθητών στο σχολείο, αποτελεί επιτακτική ανάγκη ο εντοπισμός εκείνων των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή της. Η σχολική εμπλοκή, ωστόσο, δεν αποτελεί ένα σταθερό ατομικό χαρακτηριστικό αλλά μια δυναμική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται από ατομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες (Reschly & Christenson, 2006). Οι ατομικοί παράγοντες είναι τα κίνητρα, ο σχολικός δεσμός και η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση. Αναλυτικότερα, η συναισθηματική εμπλοκή συνδέεται με τα εσωτερικά κίνητρα και την έννοια της σχολικής δέσμευσης (Voelkl, 1997), ενώ από την πλευρά της, η συμπεριφορική εμπλοκή συνδέεται με τη συμπεριφορική εκδήλωση υψηλών κινήτρων επίτευξης. Τέλος, στο πλαίσιο της έννοιας της αυτορρυθμιζόμενης μάθησης εντάσσεται η γνωστική εμπλοκή, δηλαδή η χρήση γνωστικών στρατηγικών που στοχεύουν στη βαθύτερη κατανόηση και επεξεργασία (Pintrich & De Groot, 1990).

Όσον αφορά στα κίνητρα, υποστηρίζεται ότι τα εσωτερικά κίνητρα των μαθητών για το σχολείο και, κατ’ επέκταση, για τη μάθηση αποτελούν καθοριστικό παράγοντα της σχολικής εμπλοκής. Τα κίνητρα περιλαμβάνουν τόσο τον προσανατολισμό στόχων των μαθητών (βλ. επόμενη ενότητα για αναλυτική αναφορά), όσο και τις αιτιακές αποδόσεις στις οποίες αυτοί προβαίνουν. Πιο συγκεκριμένα, ένας μαθητής με στόχους μάθησης, μετά από μια αποτυχία, συνήθως εκδηλώνει μεγαλύτερη επιμονή σε σχέση με ένα μαθητή με στόχους επίδοσης, καθώς εστιάζει στην απόκτηση γνώσεων και όχι στην επίδοσή του (Elliot & Dweck, 1988). Αντιθέτως, ένας μαθητής με στόχους επίδοσης, μετά από μια αποτυχία, αποφεύγει αντίστοιχα έργα, καθώς επικεντρώνεται στη θετική κρίση των ικανοτήτων του και μόνο. Τέλος, ο τρόπος με την οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται την επιτυχία ή την αποτυχία του και το πού την αποδίδει (αιτιακές αποδόσεις, Weiner, 1985) επιδρά στην προσπάθεια που καταβάλλει για ένα έργο και στην αυτό-αποτελεματικότητά του.

Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται το εκπαιδευτικό περιβάλλον και οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του. Σύμφωνα με τον Perry και τους συνεργάτες του (2006), ο τρόπος με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν επηρεάζει καταλυτικά τα κίνητρα των μαθητών. Αναλυτικότερα, οι μαθητές όσο περισσότερο αντιλαμβάνονται ότι οι εκπαιδευτικοί τους δίνουν  εργασίες που προκαλούν το ενδιαφέρον τους, ενσωματώνουν στοιχεία που έχουν σχέση με την πραγματική ζωή, ενθαρρύνουν την αυτονομία τους, αναγνωρίζουν την προσπάθειά τους και χρησιμοποιούν τη διαμορφωτική αξιολόγηση, τόσο περισσότερο αναπτύσσουν εσωτερικά κίνητρα μάθησης και εμπλέκονται στη σχολική διαδικασία. Επίσης, οι μαθητές που αναφέρουν μεγάλο βαθμό σύνδεσης με εκπαιδευτικούς και συνομηλίκους εμφανίζουν υψηλότερη συναισθηματική και συμπεριφορική εμπλοκή με το σχολείο ενώ αντιθέτως, τα συναισθήματα ανίας, ανησυχίας, λύπης, και απογοήτευσης επιτείνονται όταν τα παιδιά νιώθουν απομακρυσμένα από τους άλλους (Furrer & Skinner, 2003. Polychroni, Hatzichristou & Sideridis, 2012).

Στο πλαίσιο διερεύνησης της έννοιας της σχολικής εμπλοκής, πραγματοποιήθηκε ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα από το International School Psychology Association (ISPA) Research Committee με θέμα τη Σχολική Εμπλοκή μαθητών Γυμνασίου (Lam, Jimerson, Kikas, Cefai, Veiga, Nelson, Hatzichristou, Polychroni et al., 2012), στο οποίο συμμετείχαν μαθητές Α΄, Β΄και Γ΄ Γυμνασίου και ερευνητές από 12 χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Εσθονία, Η.Π.Α., Καναδάς, Κίνα, Κύπρος, Μάλτα, Μ. Βρετανία, Ν. Κορέα, Πορτογαλία, Ρουμανία). Σύμφωνα με τα ευρήματα, παρατηρήθηκαν χαμηλότερες τιμές της σχολικής εμπλοκής των μαθητών στις μικρότερες σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες τάξεις, ενώ παράλληλα, τα κορίτσια παρουσίαζαν μεγαλύτερη σχολική εμπλοκή συγκριτικά με τα αγόρια. Επιπλέον, η σχολική εμπλοκή αποτέλεσε προβλεπτικό παράγοντα της σχολικής επίδοσης ακόμη και μετά τον έλεγχο της επίδρασης του φύλου. Άλλο ένα σημαντικό εύρημα αποτέλεσε η θετική συνάφεια που παρατηρήθηκε ανάμεσα στη σχολική εμπλοκή και τις διδακτικές πρακτικές, την υποστήριξη από τον εκπαιδευτικό, τους συνομηλίκους, τους γονείς και τα θετικά συναισθήματα που βιώνει ο έφηβος. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των 12 χωρών και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, ανεξαρτήτως χώρας, παρουσίασαν θετική συνάφεια με τη σχολική εμπλοκή. Συνολικά, από τα ευρήματα της έρευνας συμπεραίνουμε ότι η σχολική εμπλοκή αποτελεί μια έννοια που αφορά στους μαθητές πολλών χωρών με παρόμοιο τρόπο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ

ΠΗΓΗ: http://www.connecting4caring.gr