Συγχαίρουμε την περσινή μας μαθήτρια Ελευθερία Παπαγιαννοπούλου (μαθήτρια της Γ΄ τάξης κατά το σχ. έτος 2019-20) που έλαβε το πρώτο βραβείο στην εκπαιδευτική δράση – διαγωνισμό με τίτλο: «Δημιουργώντας μικρές ιστορίες: Δημιουργική γραφή στο μάθημα της Λογοτεχνίας», που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Δωδεκανήσου σε συνεργασία με τη Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου ΠΕ02 και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου.
Η δράση, η οποία είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 2020 και αναβλήθηκε λόγω των έκτακτων υγειονομικών αναγκών, επανεκκίνησε και ολοκληρώθηκε κατά την τρέχουσα σχολική χρονιά 2020-21 με τη συμμετοχή και μαθητών/τριών της Α΄ τάξης (Αλεξ. Γεωργαλλή, Γιάννη Γρίβα και Μένης Καρανικόλα) υπό τη διδασκαλία της καθηγήτριας κ. Γιαρμά Αθανασίας.
Θερμά συγχαρητήρια στις/στους μαθήτριες/τές μας τόσο για τη διάκριση όσο και τη συμμετοχή τους, με την ευχή να συνεχίσουν το ταξίδι στον μαγικό κόσμο της Λογοτεχνίας.
Παραθέτουμε, με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέα, το βραβευθέν (1ο βραβείο του διαγωνισμού) αφήγημα:
Ελευθερία Παπαγιαννοπούλου, «Φοβάσαι;»
Σαν παιδί συνήθιζες να διαβάζεις όλες αυτές τις τρομαχτικές ιστορίες, με φαντάσματα και το υπερφυσικό. Μαζί με τους φίλους σου, αργά το βράδυ, μαζεμένοι σε έναν χώρο σκοτεινό, ή με χαμηλό φωτισμό, και προσπαθούσατε να τρομάξετε ο ένας τον άλλο, να δείτε ποιος είναι πιο γενναίος.
Κι έχανες ύπνο το βράδυ, φτιάχνοντας πρόσωπα στο σκοτάδι, νιώθοντας πως κάτι σε κοιτάει. Πως κάτι είναι στο δωμάτιο μαζί σου.
Και έτρεμες. Φοβόσουν. Φοβόσουν τις σκιές, τα ‘τέρατα’ στην ντουλάπα, τον ‘δαίμονα’ κάτω από το κρεβάτι.
Μεγάλωσες όμως. Οι ιστορίες σιγά-σιγά σταμάτησαν να σε επηρεάζουν. Δεν χρειάζεσαι πλέον ένα φωτάκι ανοιχτό, δεν πετάγεσαι με τον παραμικρό ήχο. Δεν φοβάσαι πια.
Να ‘σαι ,όμως, τώρα τρέχοντας στο δάσος. Κοιτάς πίσω σου τρομαγμένος. Ακούς τα ξερά φύλλα να θρυμματίζονται πίσω σου, κλαδιά να σπάνε, ήχους μη ανθρώπινους να έρχονται από την ανθρωπόμορφη φιγούρα πίσω σου.
Και ξαφνικά είσαι πάλι εκείνο το παιδί στο σκοτεινό εκείνο δωμάτιο, με τα πρόσωπα στις σκιές και τα μάτια στο βάθος.
Τα βήματα σε πλησιάζουν. Σκοντάφτεις. Πέφτεις. Ο φόβος σε τυλίγει, όπως η κουβέρτα που σε κάλυπτε σαν παιδί. Μόνο που τότε σε προστάτευε. Τώρα οχι.
Τα βήματα σταματάνε, και δυο μάτια σε κοιτάνε επίμονα. Δυο μάτια που δεν μπορεί να ανήκουν σε άνθρωπο. Τρεμεις. Δακρύζεις. Προσεύχεσαι.
Η φιγούρα γρυλίζει. Κάνει ένα βήμα πίσω. Δυο. Τρία. Ορμάει. Ουρλιάζεις.
Ξυπνάς λουσμένος σε κρύο ιδρώτα. Προσπαθείς να ανασάνεις, να ηρεμήσεις. Ακούς το πάτωμα να τρίζει έξω από την πόρτα του δωματίου.
Κρύβεσαι κάτω από την κουβέρτα. Ακούς την πόρτα να ανοίγει. Δακρύζεις. Φοβάσαι. Είσαι πάλι 10.
Βήματα. Νιώθεις το στρώμα δίπλα σου να βουλιάζει. Κάποιος σε αγκαλιάζει, και ηρεμείς.
“Εφιάλτης;” Σε ρωτάει. Γνέφεις. Δεν μιλάς. Δεν μπορείς. Δεν εμπιστεύεσαι την φωνή σου. Σε αγκαλιάζει πιο σφιχτά.
“Θα περάσει. Θα σε προστατεύσω εγώ από τα τέρατα στις σκιές” , υπόσχεται, κι εσύ χαμογελάς.
Ξεσκεπάζεσαι, αφήνεσαι στην αγκαλιά του.
Δεν φοβάσαι πια τα πρόσωπα στις σκιές. Δεν φοβάσαι πια τα μάτια στο βάθος. Δεν φοβάσαι πια τον δαίμονα κάτω από το κρεβάτι, το τέρας στην ντουλάπα. Τους κοιτάς στα μάτια. Χαμογελάς.
Είσαι στην αγκαλιά του. Ξέρεις πως θα σε προστατέψει. Δεν φοβάσαι πια.