Οι ετυμολογικές ρίζες του κουραμπιέ και του μελομακάρονου

 

Πώς καθιερώθηκε η ονομασία των δύο αγαπημένων χριστουγεννιάτικων γλυκών

Είναι σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων και κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη νοστιμιά τους. Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα πλημμυρίζουν με γεύσεις τους ουρανίσκους και γίνονται μια αγαπημένη συνήθεια των εορτών.Ποια είναι όμως η ετυμολογία των δύο γλυκών; Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μουσικολόγος και δικηγόρος η ρίζα είναι:Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.

Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό πάει στο «ιταλικό» μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).

Πηγή:http://constantinoupoli.com/

Τράπουλες, τάβλι, εξάρες, ζάρια, μονά-ζυγά και άλλα τυχερά παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα!

(Φωτ.: Λεπτομέρεια από τον περίφημο, αριστουργηματικό, μελανόμορφο αμφορέα του Εξηκία – 6ος αι. π.Χ., Μουσείο Βατικανού, Αχιλλέας – τέσσερα & Αίας – τρία)

Οι αστράγαλοι, η τηλία και ο αρτιασμός

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών γίνεται φανερό ότι οι πρόγονοί μας αρέσκονταν στον τζόγο ενώ τα περισσότερα παίγνια διατηρήθηκαν αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες
Καθισμένοι μπροστά στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, με τα φύλλα της τράπουλας να μοιράζονται για μια παρτίδα πόκερ, πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι εκείνη τη στιγμή παίζουν ένα… μινωικό παιχνίδι; Και βέβαια κανείς δεν έχει στο μυαλό του όταν ρίχνει τα ζάρια ότι οι εξάρες που θα του χαρίσουν τη νίκη είναι η «ριξιά της Αφροδίτης» ή ότι ο απευκταίος άσος ονομάζεται «ριξιά του σκύλου».
Τα δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή με τους επαναλαμβανόμενους, γραπτούς χαρακτήρες στη μία τους όψη, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου, μπορεί να μιλούν για ένα παιχνίδι βασισμένο στην ίδια αρχή με αυτήν μερικών σύγχρονων παιχνιδιών με χαρτιά, όπως η πόκα και το πόκερ, λένε σήμερα οι μελετητές του ευρήματος. Άλλωστε η ύπαρξη επιτραπέζιων παιχνιδιών στη μινωική Κρήτη δεν αμφισβητείται. Όπως και άλλα σημερινά τυχερά παιχνίδια έτσι και το πόκερ, έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα. Τόσο μακρινή όσο και 3.500 χρόνια πριν.

Η κυβεία του Παλαμήδη

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών ήδη γίνεται φανερό ότι οι Έλληνες αρέσκονταν στα παιχνίδια ενώ η αμέσως επόμενη διαπίστωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά διατηρήθηκαν ως εμάς, συχνά αναλλοίωτα, ακόμη κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Ενδεχομένως γιατί οι άνθρωποι αναφορικά με το παιχνίδι αλλά και τον τζόγο παραμένουν ίδιοι. Οι αργόσχολοι σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στον Όμηρο μαζεύονταν συχνά στο ύπαιθρο για να παίξουν. Και στην Κόρινθο, κάτω από την Ακρόπολη, υπήρχε ένας ιδιαίτερος τόπος συνάντησης των παικτών. Όσο για το πλέον τυχερό παιχνίδι, την κυβεία, η ελληνική παράδοση αναφέρει τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη ως εφευρέτη του, ο οποίος το επινόησε, καθώς λέει ο Σοφοκλής, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της Τροίας. Στον Παλαμήδη άλλωστε απέδιδαν ένα ακόμη αγαπητό παιχνίδι, αυτό του διαγραμμισμού, της ντάμας δηλαδή.

Τα παιχνίδια κυβείας λοιπόν, δηλαδή τα ζάρια, οι αστράγαλοι που στο Βυζάντιο ονομάζονταν κόττια, για να φθάσουν ως εμάς με τις ονομασίες κότσι, κότσια, βεζίρης κτλ., τα «μονά – ζυγά» που τα έπαιζαν με χάλκινα νομίσματα αλλά και με κοκαλάκια και κουκιά, το «κορόνα – γράμματα», τα πεντόβολα, οι κοκορομαχίες ή οι αγώνες ορτυκιών (ορτυγοκοπία), που πάθιαζαν τους επαγγελματίες του στοιχήματος, και πολλά άλλα ακόμη, όπως ο ιμαντελιγμός, η πεντάλιθα, ο αρτιασμός, η πλειστοβολίδα και άλλα, παιχνίδια του τζόγου τα περισσότερα ή έστω παιχνίδια με έντονο τον παράγοντα της τύχης, διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παικτών διά μέσου των αιώνων. Άλλωστε ακόμη και τα πιο αθώα παιδικά παιχνίδια θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τυχερά, υπακούοντας στο πάθος των ανθρώπων για τον τζόγο.

Αυτοκράτορες-παίκτες

Όλες οι κοινωνικές τάξεις μπερδεύονταν έτσι μέσα στο πάθος του παιχνιδιού και των στοιχημάτων, τα οποία, παρ’ ότι ήταν παράνομα τις περισσότερες φορές, δεν έπαυαν να προσελκύουν τους ανθρώπους. Παθιασμένοι παίκτες ζαριών οι Αθηναίοι μπορεί να έχαναν ακόμη και περιουσίες στα κυβεία ή κυβευτήρια, τα οποία σήμερα ονομάζουμε μπαρμπουτιέρες. Χώροι που και στην αρχαιότητα θεωρούνταν κακόφημοι, και μάλιστα η είσοδος σε αυτούς ήταν ντροπή. Στην Αθήνα όμως υπήρχαν πολλά, ένα μάλιστα εξ αυτών, το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά οδό, φαίνεται ότι συγκέντρωνε την προτίμηση των κυβευτών.

Τα ζάρια παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα με τρεις πήλινους κύβους (δύο ζάρια άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τη ρωμαϊκή εποχή), τα οποία δεν έριχναν ποτέ με το χέρι, αλλά αφού τα κουνούσαν μέσα σε ένα αγγείο, το κήθιον. Για κάθε περίπτωση πάντως οι κυβευτές είχαν και τους προστάτες τους θεούς, τον Ερμή και τον Πάνα.
Στο Βυζάντιο, παρ’ ότι εξέλιπαν πολλά αρχαιοελληνικά παιχνίδια, τα κυβευτικά πρωταγωνιστούσαν στη ζωή των ανθρώπων από τους αυτοκράτορες ως τους λαϊκούς. Ζάρια έπαιζαν με μανία ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’, που ήταν μάλιστα και διαρκώς χαμένος, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός.

Οι απαγορευμένοι χώροι

Οι αρχαίοι συγγραφείς πάντως καταδίκαζαν την είσοδο στα κυβεία και τους ίδιους τους κυβευτές, όπως φαίνεται και στα έργα του Αριστοφάνη. Στη ρωμαϊκή εποχή μάλιστα, όταν τα παιχνίδια αυτά εξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό τους. Και αργότερα, από τον 2ο αιώνα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς συμβουλεύει τα παιδιά να μην παίζουν ζάρια. Ο Μέγας Βασίλειος επιτίθεται με οργή εναντίον των κυβευτών και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κατηγορεί κάποιον λέγοντάς του «πίνεις, κυβεύεις, παίζεις, γελάς»… Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι λέει για τους ανθρώπους ότι στα σπίτια τους δεν βρίσκει κανείς ιερά βιβλία παρά πεσσούς και κύβους. Και τον 11ο αιώνα η Άννα η Κομνηνή θυμώνει με τους υπηκόους της, που δεν μελετούν τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά «νυν πεττεία το σπούδασμα και άλλα τα έργα τα αθέμιτα». Με τέτοιες συστάσεις λοιπόν δεν είναι περίεργα τα μέτρα που ελήφθησαν ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα με βαριές ποινές για τους κυβευτές.

«Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους» λέει μια επιγραφή από τη Δήλο, δείχνοντας το πάθος για τον τζόγο, που δεν σέβεται ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες. Οι αστράγαλοι, προσφιλές παιχνίδι τύχης και κερδοσκοπίας σε όλες τις εποχές, αναφέρονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν λέει ότι ο Πάτροκλος είχε σκοτώσει πάνω στο παιχνίδι τον φίλο του Κλεισώνυμο «χολωθείς αμφ’ αστραγάλοισιν». Ένα παιχνίδι το οποίο σε πολλά σημεία του μοιάζει με το σημερινό, παιζόταν από παίκτες καθισμένους κυκλικά, ενώ κάποιος από αυτούς αναγορευόταν σε βασιλιά κατόπιν κλήρωσης. Από τη θέση των αστραγάλων, μετά από κάθε ριξιά, εξαρτιόταν η επιτυχία του παίκτη. Οι αρχαίοι μάλιστα έδιναν ονόματα στις διάφορες ριξιές, τα οποία επέτρεπαν στους έμπειρους παίκτες να κάνουν γρήγορους υπολογισμούς.

Το μέγα πάθος για τους αστραγάλους φαίνεται και μέσα από ένα στιγμιότυπο το οποίο μας μεταφέρει ο Πλούταρχος. Ο Αλκιβιάδης παίζοντας κάποτε αστραγάλους με τους φίλους του στη μέση του δρόμου αρνήθηκε να σταματήσει για να περάσει μια άμαξα, αντίθετα προκάλεσε τον αμαξά να περάσει από πάνω του, προκειμένου να τους χαλάσει το παιχνίδι. Ένα άλλο αρχαιοελληνικό παιχνίδι, η τηλία, έφθασε ως τις μέρες μας ως τάβλι, αφού στη ρωμαϊκή εποχή έγινε το παιχνίδι των «12 γραμμών», η τάμπουλα, και στο βυζαντινό το τάβλιον.

Σκηνές που εικονίζονται πάνω στα αρχαία αγγεία μιλούν σαφέστατα για μια άλλη ενασχόληση των αρχαίων Αθηναίων: στοιχήματα για κόκορες, για ορτύκια, καμιά φορά και για σκυλιά. Ο τζόγος σε όλη του την ένταση. Οι παίκτες στοιχηματίζουν ολόκληρες περιουσίες στα ζώα που κτυπιούνται, τα οποία άλλωστε έχουν αναθρέψει γι’ αυτόν τον σκοπό. Τους καλλιεργούν την επιθετικότητα, δίνοντάς τους σκόρδο και κρεμμύδι, και δένουν στα πίσω νύχια των πετεινών μεταλλικά πλήκτρα για να προκαλούν στον αντίπαλο θανάσιμα τραύματα.

Ιδιαίτερα αγαπητό παιχνίδι ήταν και ο αρτιασμός, τα μονά – ζυγά δηλαδή, που μπορεί να παιζόταν με αμύγδαλα ή κουκιά, οπότε μικρό το κακό, μπορεί όμως και με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, μετατρεπόμενο αυτομάτως σε τυχερό. Το ίδιο και η οστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, που παιζόταν με ένα όστρακο στην αρχαία Ελλάδα και ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή με νόμισμα.
Το βέβαιο είναι ότι τα τυχερά παιχνίδια δεν είναι εφεύρεση της εποχής μας αλλά η αφετηρία τους βρίσκεται στις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Ίσως γιατί πηγάζουν από την ανθρώπινη φύση, που θέλει να προκαλέσει την τύχη, να αντιμετωπίσει τη μοίρα και να παλέψει μαζί της. Με όποια αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιβίωσή τους επιβεβαιώνει τη διατήρηση αρχαίων συνηθειών ως συνέχεια του ίδιου πολιτισμού από τους μινωικούς χρόνους ως σήμερα. [TheAncientWeb Greece (ΑΡΧΑΙΟΣ ΙΣΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ)]

Πηγή:  Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα

Ένα φημισμένο αγγείο “ζωντανεύει” με τη βοήθεια της τεχνολογίας…
(ο αμφορέας του Εξηκία, με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα να ξεκουράζονται παίζοντας, Μουσείο Βατικανού)

 

(Φωτ.: Αρχαιοελληνική τηλία, ρωμαϊκή tabula, βυζαντινό τάβλιον, σημερινό τάβλι, Αφροδισιάς, Τουρκία)

 

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΟ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ…

Η ειρεσιώνη (> είρος = έριο = μαλλί) …το αρχαίο ελληνικό δέντρο των γιορτών!

«Eιρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσι καθεύδη…» Πλούταρχος (Θησ.22)
«Η ειρεσιώνη σού φέρνει σύκα και αφράτα σταρένια ψωμιά και μέλι στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και κανάτα ξέχειλη (με κρασί) για να μεθύσεις και να κοιμηθείς…»

Μ’ αυτό το καλεστικό άσμα, ομάδες αγοριών – σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας όπως στη Σάμο και στην Αθήνα – γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και ενημέρωναν για τη γιορτή του Πύθιου Απόλλωνα κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένα με λευκό μαλλί (πεπλεγμένος ερίοις) και στολισμένα με κόκκινες ταινίες – κορδέλες, κάθε είδους καρπούς (ακρόδρυα – παντοδαπούς των εκ γης καρπών) – τα πρωτόλεια των εσοδειών – κρεμασμένους με σπάγκους, μικρές φιάλες – μπουκαλάκια με σύμβολα γονιμότητας δηλ. ελαιόλαδο, κρασί και μέλι.
Πάνω στα κλαδιά αυτά δένονταν, επίσης, τα λεγόμενα διακόνια δηλ. διάφορα αντικείμενα όπως ομοιώματα λύρας, ένα κύπελλο ή ένα κλαδί αμπέλου φτιαγμένα από ζύμη, κρίθινα κουλούρια και γλυκά καθώς και κάθε είδους άλλα ομοιώματα (…Αθηναίοι τω Απόλλωνι την καλουμένην ειρεσιώνην όταν ποιώσι, πλήττοντες λύραν τε και κοτύλην και κλήμα και άλλ’ άττα κυκλοτερή πλασσόμενα πέμματα (πλακούντες, γλυκίσματα) ταύτα καλούσι διακόνια. Τινές δε λέγουσι ζωμόν ποιόν, τινές δε μάζαν)(Σουίδας)

Το ικετευτικό άσμα των μικρών τραγουδιστών συνοδευόταν από έκκληση για κάποιο δώρο. Το κλαδί το ίδιο με τα ποικίλα του εξαρτήματα, ήταν ένα ευανάγνωστο σύμβολο αφθονίας των καρπών και όταν έμπαινε σ’ ένα σπίτι, έφερνε μαζί του ευχές για δύναμη, υγεία, πλούτο και ευλογία.

Αυτά τα κλαδιά (θαλλοί) λέγονταν ειρεσιώνες και τις στόλιζαν, περιφέροντάς τες τα παιδιά τα οποία είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή (αμφιθαλή) σε γιορτές όπως τα Πυανέψια και τα Θαργήλια.

Κατά τα Πυανέψια > κύαμοι, πύαμοι = κουκιά + έψω (= βράζω) (Πυανεψιών, 15 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου, τέταρτος μήνας του αττικού έτους), μετά την περιφορά τους, οι ειρεσιώνες τοποθετούνταν έξω από τη θύρα του ναού του Απόλλωνα (πύθιον – σπήλαιο, ιερό του Πύθιου Απόλλωνα στη Β.Δ. πλευρά της Ακρόπολης) αλλά και έξω από τις θύρες των αθηναϊκών σπιτιών για ένα ολόκληρο χρόνο, έθιμο παλιό για την αποτροπή κάποιου λοιμού, για να ικετεύει για ευλογία αγαθών από τη νέα σπορά ως τη συγκομιδή, να φέρνει κάθε τι καλό αλλά και να διώχνει το κακό όλη τη χρονιά…

Κατά τη διάρκεια της πομπής των Θαργηλίων – Θαργηλίων > θάργηλος = χυλός, ψωμί ή γλυκό από τους καρπούς της πρώτης συγκομιδής, Θεργηλίων > θέρος και ήλιος (Θαργηλιών, 15 Μαΐου – 15 Ιουνίου, ενδέκατος μήνας του αττικού έτους), γιορτές αφιερωμένες στον Ήλιο (γενέθλια του Θεού Απόλλωνα) και στις Ώρες (εποχές) προσφέρονταν στο θεό οι πρώτοι καρποί αλλά και η ειρεσιώνη. Κατά τη διάρκεια της πομπής, με την ειρεσιώνη παρακαλούσαν τον Ήλιο και τις Ώρες για ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, καλή σοδειά και πλούτο. Το κάθε ένα από τα στοιχεία τα οποία τη στόλιζαν «ικέτευε» για ό,τι καλύτερο…

Αντίστοιχη με την ειρεσιώνη ήταν και η ικετηρία, κλαδί από τις μορίες, τις ιερές ελιές της Ακαδημίας οι οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί με καταβολάδες από την ιερή ελιά της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη. Η ικετηρία ήταν περιτυλιγμένη με λευκό μαλλί και την έφεραν οι όμορφοι γέροντες – ικέτες (θαλλοφόροι) κατά την πομπή της μεταφοράς του πέπλου, πριν τη θυσία των ζώων, την τελευταία ημέρα της εορτής των Παναθηναίων, ψάλλοντας ύμνους. (Εκατομβαιών > εκατόμβη = εκατόν + βους = εκατό βόδια, θυσία εκατό βοδιών, δημόσια θυσία , 15 Ιουλίου – 15 Αυγούστου, πρώτος μήνας του αττικού έτους) « Ην δε κλάδος από της ιερής ελαίας ερίω λευκώ κατεστεμμένος…» Πλούταρχος (Θησ.22)

Υπάρχουν πολλές αναφορές οι οποίες χαρακτηρίζουν τις μορίες ως δένδρα του πεπρωμένου.

Συνηθίζουμε, χιλιάδες χρόνια μετά, να στολίζουμε με παραπλήσιο τρόπο τα χριστουγεννιάτικα δέντρα γύρω από την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου κατά το οποίο γιορτάζαμε, πάντα, τους «ήλιους» και «φωτοδότες» Μίθρα (πέρσικος θεός Ήλιος) , Απόλλωνα και Χριστό. Άλλη μια συνήθεια που αντέγραψαν οι Δυτικοί και εισήγαγαν στην Ελλάδα ως …καινοτομία!

(Μάνος Ι. Ελευθερίου – Σελ. fb: «Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα»)

ΤΟ ΡΟΔΙ

Το ρόδι ήταν σύμβολο γονιμότητας και ευημερίας. Στην Αρχαία Ελλάδα κατά τα Θεσμοφόρια, γιορτές αφιερωμένες στη θεά Δήμητρα, οι γυναίκες έτρωγαν ρόδι για να είναι γόνιμες ενώ και η Ήρα, προστάτιδα του γάμου, κρατούσε ρόδι στο δεξί της χέρι.

Το σπάσιμο του ροδιού, έθιμο της Πελοποννήσου

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”.
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)

http://class165.weebly.com

Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΟΥ 1914

Χριστούγεννα στα χαρακώματα έτος 1914 !!!

Αφηγήσεις στρατιωτών όπως έζησαν εκείνες της ήμερες!!
Μια φορά κι έναν καιρό, 96 χρόνια πριν η Ευρώπη ολόκληρη σειόταν από τις ιαχές του πολέμου. Όλα είχαν σταματήσει μπροστά στην επέλαση των Γερμανών, εκτός από ένα: ο χρόνος. Ο χρόνος που κυλούσε αμείλικτα και έφερνε κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα που όλοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θέλουν να είναι σε ένα σπίτι με ζεστασιά, καλό φαγητό και πάνω απ’ όλα μαζί με την αγαπημένη τους οικογένεια .Μια τέτοια μέρα είχε έρθει και τον Δεκέμβριο του 1914, στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου στα σύνορα Γαλλίας και Βελγίου.

Λίγες μέρες πριν, 101 Βρετανίδες είχαν γράψει μια επιστολή «Στις γυναίκες της Αυστρίας και της Γερμανίας» ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος έστω γι’ αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων. Ο πάπας Βενέδικτος ο 15ος είχε εκλιπαρήσει τις κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονταν σε πόλεμο, «τα όπλα να σιγήσουν τουλάχιστον τη νύχτα που ψέλνουν οι άγγελοι». Η έκκληση του απορρίφθηκε πάραυτα.Μια μοναδική στην παγκόσμια ιστορία αυθόρμητη συμφιλίωση μεταξύ αντιμαχόμενων στρατιωτικών μονάδων καταγράφηκε τα Χριστούγεννα του 1914, τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, στο φοβερό δυτικό μέτωπο. Χιλιάδες Γερμανοί, Βρετανοί και Γάλλοι στρατιώτες άφησαν τα όπλα, βγήκαν από τα χαρακώματα και προχώρησαν σε γιορταστική ανακωχή.
Ενα εκατ. στρατιώτες έγραψαν Ιστορία με ανακωχή μιας ημέρας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, γνωστός επίσης ως Μεγάλος Πόλεμος, διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1918. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν ικανό για να χαθούν 9 εκατομμύρια ζωές.
Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν ο σκληρότερος και φονικότερος απ όσους η ανθρωπότητα είχε ζήσει μέχρι τότε. Έκρυβε οδυνηρές εκπλήξεις ακόμα και γι αυτούς που ήταν ατσαλωμένοι στη φρίκη του πολέμου.


Για παράδειγμα, πριν από τη μάχη του Σομ στη βορειοδυτική Γαλλία οι αξιωματικοί βεβαίωναν τους μαχητές των αγγλικών μονάδων πως θα ήταν εξαιρετικά εύκολη η επιχείρηση.
Η προέλαση θα έμοιαζε με περίπατο σε πάρκο και δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους.
Οι δύο πλευρές έλπιζαν αρχικά σε μια ταχεία προέλαση. Τελικά το δυτικό μέτωπο χαρακτηρίστηκε από τις μακρές σειρές των οχυρωμάτων και τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών. Ο πόλεμος κινήσεων, που είχαν σχεδιάσει οι στρατηγοί κλεισμένοι στα ασφαλή γραφεία των επιτελείων τους, μετατράπηκε σε στατικό πόλεμο χαρακωμάτων.
ΕΝΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΑΝΑΨΕ ΤΟ «ΦΙΤΙΛΙ»
Βγήκαν από τα χαρακώματα, αντάλλαξαν ευχές και δώρα και έπαιξαν όλοι μαζί μπάλα Το επεισόδιο των Χριστουγέννων του 1914 είναι γνωστό περισσότερο ως θρύλος.

Όμως πρόκειται για μια πραγματική ιστορία.
Ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο οι στρατευμένοι της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, που παραμέρισαν τις εντολές των στρατηγών. Βγήκαν από τα χαρακώματα, ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα», τραγούδησαν την «Αγια Νύχτα», έπαιξαν ποδόσφαιρο και αντάλλαξαν τα υποτυπώδη δώρα που θα μπορούσαν να έχουν επάνω τους, τσιγάρα, λίγο κρυμμένο κονιάκ και κουμπιά από τις χλαίνες τους.
Ήταν η πιο αυθόρμητη ανακωχή της παγκόσμιας ιστορίας. Όλα ξεκίνησαν πρόχειρα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιο ήταν το σημείο του μετώπου απ όπου έγινε η αρχή. Γεγονός αποτελεί ότι επεκτάθηκε ταχύτατα, σχεδόν αστραπιαία.
Φαίνεται ότι την πρωτοβουλία πήρε ένας Γερμανός στρατιώτης, που εκτός από τη μητρική του γλώσσα, μιλούσε και αγγλικά. Πρόκειται για τον οπλίτη Μέκελ, όπως αφηγείται σε διασωθείσες επιστολές του ο συστρατιώτης του Κουρτ Τσέμις. Γράφει σχετικά: «Ο στρατιώτης Μέκελ από τον λόχο μου, που για πολλά χρόνια είχε ζήσει στη Βρετανία, φώναξε μιλώντας αγγλικά απευθυνόμενος στο απέναντι εχθρικό χαράκωμα. Γρήγορα άρχισε μια έντονη συζήτηση».
Οι στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα. Έσφιξαν τα χέρια και αλληλο ευχήθηκαν «Χαρούμενα Χριστούγεννα». Ο καθένας μιλούσε στη γλώσσα του. Όμως εκείνη η ιδιόρρυθμη Βαβέλ δεν χώριζε τους λαούς. Τους ένωνε.

Ηταν παραμονή Χριστουγέννων. Αυτοί οι πρώτοι, η μαγιά της μεγάλης πρωτοβουλίας, συμφώνησαν την επομένη, που ήταν η μεγάλη μέρα της χριστιανοσύνης, να μη χρησιμοποιήσει κανείς το όπλο του. Να μην υπάρξει πυροβολισμός την ώρα που στο σπήλαιο της Βηθλεέμ αντηχεί το «Επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Ο Κουρτ Τσέμις συνεχίζει την αφήγησή του: «Στο χαράκωμά μας είχαμε τοποθετήσει ήδη γιορταστικά δεντράκια και κεριά. Μετά την πετυχημένη συνάντησή μας με τους Άγγλους, βάλαμε ακόμα περισσότερα στολίδια. Οι Άγγλοι έδειχναν τη χαρά τους για τα φωταγωγημένα χαρακώματά μας. Φώναζαν, σφύριζαν και χειροκροτούσαν. Εγώ, όπως και οι περισσότεροι, όλη τη νύχτα την πέρασα ξάγρυπνος. Μπορεί να έκανε κρύο, αλλά ήταν υπέροχα». Ο Τσέμις επέζησε του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Έχασε τη ζωή του περί τα τέλη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, αιχμάλωτος των συμμάχων.

Ήταν μια μικρή ειρήνη, καθώς ο Μεγάλος Πόλεμος μαίνονταν. Ορισμένοι από εκείνους που έχουν ασχοληθεί με το περιστατικό, υποστηρίζουν ότι η επικοινωνία μεταξύ των εμπολέμων διευκολύνθηκε επειδή πολλοί Γερμανοί είχαν εργαστεί προπολεμικά στη Βρετανία, σε πόλεις όπως το Λονδίνο, το Μπράιτον, το Μπλάκπουλ. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι οικογένειές τους βρίσκονταν ακόμα στο νησί.

Χαιρετήθηκαν και άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μη φαντάζεστε τίποτε οργανωμένο. Μια αυτοσχέδια πάνινη μπάλα βρέθηκε και περίπου 50 άτομα άρχισαν να αλλάζουν πάσες ή μάλλον να κλωτσούν.

Το ποδόσφαιρο ήταν αναπόσπαστο τμήμα της χριστουγεννιάτικης γιορτής. Τη θέση της μπάλας είχαν πάρει αλλού ένα τενεκεδάκι, αλλού ένας κάλυκας, αλλού κάλτσες δεμένες στρογγυλά. Γίνεται λόγος και για έναν Βρετανό στρατιώτη, που αξιοποίησε εμπορικά την κατάσταση, όντας επιχειρηματικό πνεύμα.
Ως πολίτης ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα. Έτσι, βλέποντας γύρω του τόσα ακούρευτα κεφάλια έστησε στην «ουδέτερη ζώνη» ένα μικρό κομμωτήριο εκ των ενόντων. Αδιαφορούσε για την εθνικότητα του πελάτη του. Απλώς χρέωνε δύο τσιγάρα το κάθε κούρεμα.  Παραφωνία σ’ όλο αυτό το τρελό πανηγύρι αποτέλεσαν ένας Βρετανός ταγματάρχης και ένας Αυστριακός δεκανέας. Ο Βρετανός ταγματάρχης παρατηρούσε τους στρατιώτες λέγοντας ότι «τον Γερμανό δεν πρέπει να τον κάνεις φίλο, αλλά να τον σκοτώνεις». Διέταζε μάταια τους πάντες να επιστρέψουν στις θέσεις μάχης. Το όνομά του δεν έγινε γνωστό.
Ο Αυστριακός δεκανέας τόνιζε πως «τέτοιες συνεννοήσεις θα έπρεπε να απαγορεύονται αυστηρά». Μερικά χρόνια αργότερα ο δεκανέας αυτός θα αποκτούσε τεράστια φήμη. Το όνομά του ήταν Αδόλφος Χίτλερ. Η ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914 απλώθηκε σε όλο το μήκος των 800 χιλιομέτρων του δυτικού μετώπου. Υπολογίζεται ότι αγκάλιασε κάπου ένα εκατομμύριο φαντάρους.

Ενας στρατιώτης από το Λίβερπουλ, ο Φράνσις Τόλιβερ, επιζήσας κι αυτός του πολέμου, μίλησε αργότερα για τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής του.
Η μαρτυρία του ήρθε να προστεθεί στις άλλες φίλων και εχθρών. Καθώς ήταν ξαπλωμένος στη βραχώδη και παγωμένη γη άκουσε από την αντικριστή γραμμή κάποια φωνή να τραγουδά. Ολοι οι στρατιώτες τέντωσαν αυτί για να ακούσουν. Για λίγο έπεσε σιωπή. Την παύση διέκοψε η φωνή ενός στρατευμένου από το Κεντ της Αγγλίας: «Ο Θεός να σας έχει καλά, κύριοι», ευχήθηκε στους απέναντι.
Το επόμενο τραγούδι, που ζέστανε την παγωμένη ατμόσφαιρα, ήταν αυτό που οι Γερμανοί ονομάζουν Stille Nacht, οι Εγγλέζοι Silent Night και οι Ελληνες Άγια Νύχτα. Τα πολεμικά τείχη είχαν πέσει για λίγες ώρες. Οι μάχες θα συνεχίζονταν σε λίγο το ίδιο αδυσώπητες και πολυαίμακτες. Πολλοί από εκείνους που τραγούδησαν, δεν έμελλε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τη γέννηση του Θείου Βρέφους δεν έμελλε να γιορτάσουν επιστρέφοντας στην ειρηνική δημιουργική ζωή. Ο καταστροφικός πόλεμος τους αφάνισε.
Μια φορά κι έναν καιρό, τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι δεν έδιναν ο ένας στον άλλο δώρα, αλλά σφαίρες στην καρδιά. Πολλοί δεν έμεναν μέσα στη ζεστασιά των σπιτιών τους, δίπλα ίσως από ένα τζάκι, αλλά ήταν κλεισμένοι μέσα στα χαρακώματα και έπιναν κονιάκ για να μην πεθάνουν. Σίγουρα όχι μόνο μια φορά κι έναν καιρό, τα Χριστούγεννα δεν έφερναν στον κόσμο την ειρήνη, γιατί αυτός ήταν βυθισμένος μέσα στον πόλεμο. Όμως η φύση του ανθρώπου αποζητά πάντα την ελευθερία, την αγάπη και την ειρήνη, έστω και κατά βάθος.

Οι άντρες όμως των χαρακωμάτων στην περιοχή Υπέρ των γαλλοβελγικών συνόρων ήξεραν ότι απέναντί τους έχουν τον εχθρό και πρέπει να πολεμήσουν. Έτσι τουλάχιστον είχαν μάθει να κάνουν. Όταν όμως στις 24 Δεκεμβρίου, λίγο πριν η μέρα αλλάξει και ακουστούν «οι ύμνοι των αγγέλων», στην πεδιάδα επικρατούσε η απόλυτη σιωπή, οι πολεμιστές ήθελαν μόνο την ειρήνη. Από τη μια πλευρά οι Γερμανοί στρατιώτες και από την άλλη οι Βρετανοί και λίγο παραπέρα οι Γάλλοι προσεύχονταν να γίνει ένα θαύμα. Το πρώτο βήμα προς την ειρήνη είχε γίνει. Όλες οι πλευρές μάζεψαν τους νεκρούς τους και τους αποχαιρέτησαν με ύμνους. Τελικά το βράδυ αυτό τα όπλα πράγματι σίγησαν για να ακουστούν ύμνοι, τραγούδια και η Ειρήνη. Ο Άγγλος Μπρους Μπάιρνσφάδερ που βρισκόταν εκεί εκείνο το βράδυ ανέφερε σε γράμμα του λίγο αργότερα:

«Δε θα ήθελα να χάσω αυτά τα μοναδικά και παράξενα Χριστούγεννα για τίποτα στον κόσμο. Εντόπισα έναν Γερμανό αξιωματικό και του είπα ότι θα έπρεπε να μου χαρίσει κάποια από τα φανταχτερά του κουμπιά. Έφερα σύρμα και τα έβγαλα και εγώ σε αντάλλαγμα του χάρισα δυο δικά μου κουμπιά. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ένας οπλίτης μας που παλιά ήταν ερασιτέχνης κομμωτής να κουρεύει έναν Γερμανό στρατιώτη που είχε πολύ μακριά μαλλιά».
Τα νέα δε μαθεύτηκαν έξω από το μέτωπο παρά μια εβδομάδα μετά. Τότε ανακάλυψαν ότι αυτό το χαράκωμα δεν ήταν η μόνη περιοχή που τα αντίπαλα στρατόπεδα είχαν συναδελφωθεί έστω για ένα βράδυ. Κάπου μάλιστα αυτή η «παύση» του πολέμου είχε κρατήσει ως και την Πρωτοχρονιά. Οι New York Times ήταν οι πρώτοι που μίλησαν γι’ αυτή την άτυπη ανακωχή σε δημοσίευμά τους στις 31 Δεκεμβρίου 1914. Γρήγορα οι βρετανικές εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για την «μεγαλύτερη έκπληξη αυτού του γεμάτου εκπλήξεις πολέμου». Σύντομα, φωτογραφίες φτάνουν από το μέτωπο και οι εφημερίδες δημοσιεύουν τις εικόνες Γερμανών και Βρετανών στρατιωτών να τραγουδούν μαζί ανάμεσα στις γραμμές καθώς και γράμματα που έφταναν από το μέτωπο στις οικογένειες των στρατιωτών. Οι New York Times μιλούν θετικά για την φανερή έλλειψη πραγματικής έχθρας ανάμεσα στις δύο πλευρές, ενώ η Mirror, πιο ρεαλιστική, λυπάται γιατί η τραγωδία και ο παραλογισμός θα ξεκινήσουν και πάλι.

Την ίδια άποψη φυσικά δεν είχαν οι αξιωματούχοι των στρατευμάτων κάθε πλευράς, που εξαγριωμένοι με αυτή την εξέλιξη ανακοινώνουν ότι αυτή του είδους η άτυπη ανακωχή θεωρείται προδοσία και θα τιμωρείται. Μάλιστα ο γαλλικός Τύπος εξέδωσε μια ανακοίνωση της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία η συναδέρφωση με τον εχθρό είναι προδοσία. Σύμφωνα μάλιστα με «επίσημη πηγή» όπως μετέδιδαν οι γαλλικές εφημερίδες η ανακωχή έγινε μόνο σε κάποια μικρά βρετανικά κλιμάκια και περιορίστηκε σε λίγα μόνο τραγούδια που σταμάτησαν γρήγορα. Ο γερμανικός Τύπος ήταν λακωνικός σχετικά με τα γεγονότα και τα καταδίκασε από την πρώτη στιγμή μιλώντας για προδοσία και χωρίς να δημοσιεύει καμία φωτογραφία.


Ωστόσο από κείνη τη στιγμή τέτοιου είδους «ανακωχές» ανάμεσα στα αντικρινά χαρακώματα προσπαθούν να γίνουν όλο και πιο, φανερή ένδειξη ότι οι άνθρωποι δε θέλουν πια να πολεμούν και να σκοτώνουν σε μια μάχη μάλιστα σχεδον σώμα με σώμα. Τις περισσότερες φορές όμως μένουν μετέρωες είτε λόγω αυστηρών εντολών και απειλών από τους ανωτέρους, είτε γιατί η απέναντι πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να κάνει «ειρήνη». Κυρίως τα Χριστούγεννα κάποιοι προσπαθούν να σταματήσουν να πολεμούν, αλλά μέχρι τη λήξη του πολέμου δεν συνέβει ποτέ ξανά κάτι ανάλογο με τα Χριστούγεννα του 1914. Με τα χρόνια, αυτή η χριστουγεννιάτικη ανακωχή, αμφισβητήθηκε από πολλούς ότι πράγματι συνέβη, από την πρώτη στιγμή όμως πήρε μυθικές διαστάσεις ως μια ξεκάθαρη ένδειξη της προσπάθειας του ανθρώπου για αγάπη, ειρήνη και συμφιλίωση. Γι΄αυτή τη μέρα γράφτηκαν τραγούδια, βιβλία και γυρίστηκε ακόμα και ταινία.

http://www.katarraktisvillage.com