Το αρχαιότερο παπούτσι του κόσμου

Ηλικίας 5.500 ετών και -σημερινό- νούμερο 37 είναι το αρχαιότερο δερμάτινο παπούτσι, που βρέθηκε ποτέ και το οποίο ανακάλυψε ομάδα αρχαιολόγων σε σπήλαιο στην Αρμενία. Το παπούτσι είναι περίπου 1.000 χρόνια παλιότερο από την πυραμίδα της Γκίζας στην Αίγυπτο και 400 χρόνια πιο “ηλικιωμένο” από το βρετανικό Στόουνχετζ.

Το παπούτσι χρονολογείται από το 3.500 π.Χ. (χαλκολιθική περίοδος), έχει κατασκευαστεί από ένα μοναδικό κομμάτι δέρματος (μάλλον αγελάδας) και είναι τέλεια διαμορφωμένο, ώστε να εφαρμόζει στο πόδι.

Περιείχε επίσης χορτάρι, είτε ως μονωτικό για να κρατά το πόδι ζεστό, είτε για να έχει καλύτερη εφαρμογή στο πόδι, ενώ υπήρχαν κορδόνια, τα οποία παρέμειναν άθικτα, τόσο στο πάνω μέρος όσο και στο πίσω για να συγκρατείται σωστά το πόδι.

Το παπούτσι είναι (σημερινό) νούμερο 37 και είναι άγνωστο αν ανήκει σε άνδρα ή γυναίκα, καθώς σύμφωνα με τους ερευνητές, κάλλιστα μπορεί να ανήκε σε άνδρα εκείνης της εποχής.

Το (δεξί) παπούτσι βρέθηκε στην περιοχή Βαγιότζ Ντζορ στα αρμενο-ιρανο-τουρκικά σύνορα, σε ένα σπήλαιο κοντά σε ένα δρόμο, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στους αρμένιους αρχαιολόγους.

Οι σταθερές, ξηρές και ψυχρές συνθήκες του σπηλαίου βοήθησαν στην άριστη συντήρηση του παπουτσιού μέχρι σήμερα, ενώ σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι το έδαφος του σπηλαίου ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα περιττωμάτων προβάτων, τα οποία λειτούργησαν προστατευτικά στο πέρασμα του χρόνου.

Οι αρχαιολόγοι αρχικά νόμιζαν ότι το παπούτσι δεν ήταν παλαιότερο των 600-700 ετών, παρασυρμένοι από την άριστη κατάστασή του, ωστόσο η μετέπειτα χρονολόγησή του σε δύο εργαστήρια των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και της Καλιφόρνια, με την μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα, αποκάλυψε την πραγματική ηλικία του παπουτσιού (μεταξύ 5.637 – 5.387 ετών).

Μέχρι σήμερα τα αρχαιότερα υποδήματα που είχαν βρεθεί στον κόσμο, ήσαν σαντάλια από φυτικό υλικό (και όχι δέρμα), σε ένα σπήλαιο στο Μισούρι των ΗΠΑ, καθώς και σαντάλια σε ένα σπήλαιο στην έρημο της Ιουδαίας στο Ισραήλ.

Η ανακάλυψη έγινε από μια διδακτορική φοιτήτρια, την Ντιάνα Ζαρνταριάν του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας της Αρμενίας. Το εύρημα παρουσιάστηκε από τον αρχαιολόγο δρα Ρον Πινχάσι του ιρλανδικού University College του Κορκ, στο περιοδικό PloS ONΕ.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το παπούτσι της Αρμενίας έχει μεγάλες ομοιότητες στην κατασκευή και το σχεδιασμό του με τα παπούτσια που βρέθηκαν στην Ευρώπη μέχρι την Ιρλανδία τα επόμενα χρόνια, γεγονός που δείχνει ότι ουσιαστικά ο ίδιος τύπους υποδήματος φοριόταν επί χιλιάδες χρόνια σε μια μεγάλη περιοχή από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη.

Πηγή: Cosmo.gr

Απαρτχάιντ

Στη Νότια Αφρική οικοδομήθηκε το πιο σύνθετο σύστημα φυλετικών διακρίσεων που γνώρισε η ανθρωπότητα

Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Αφρικανοί που πολέμησαν στο πλευρό των Συμμάχων στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη νοτιοανατολική Ασία επιστρέφουν στις πατρίδες τους στην Αφρική – οι οποίες είναι ακόμη αποικίες των Ευρωπαίων. Αφού βοήθησαν στην απελευθέρωση της Ευρώπης, οι Αφρικανοί ζητούν τώρα και την απελευθέρωση της δικής τους ηπείρου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει αποδείξει ότι οι λευκοί δεν είναι ανίκητοι. Και η Ινδία -ανεξάρτητη από το 1947- δείχνει τον δρόμο. Πλήθος εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων κάνουν την εμφάνισή τους.

Το σχέδιο κυριαρχίας των λευκών Αφρικάνερ

Στη νοτιότερη Αφρική (Νότια Αφρική, νοτιοδυτική Αφρική, Ροδεσία και πορτογαλικές κτήσεις της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης) υπάρχουν μεγάλες κοινότητες λευκών, άνθρωποι που έχουν γεννηθεί στην Αφρική και των οποίων οι τόποι καταγωγής των προγόνων τους στη μακρινή Ευρώπη τούς είναι συχνά παντελώς άγνωστοι. Η παρουσία πολλών λευκών στη νοτιότερη Αφρική πηγαίνει πίσω έως και 300 χρόνια.

Οι λευκοί της νοτιότερης Αφρικής θεωρούν ότι οι κοινότητές τους αποτελούν προπύργια του δυτικού πολιτισμού σε μια περιοχή φτώχειας και «βαρβαρότητας». Για τους Αγγλους, τους Πορτογάλους και τους ολλανδικής καταγωγής Αφρικάνερ (ή Μπόερ) της νοτιότερης Αφρικής, οι Αφρικανοί εθνικιστές είναι αφελείς ιδεαλιστές, πιόνια στα χέρια των «άθεων κομμουνιστών». Οι λευκοί κυβερνήτες, δημόσιοι υπάλληλοι, αγρότες και επιχειρηματίες του Νότου της Αφρικής ανησυχούν. Γι’ αυτούς «εξουσία των Αφρικανών» σημαίνει καταστροφή.

Ιδιαίτερα στη Nότια Αφρική, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη χώρα της νοτιότερης Αφρικής, η λευκή μειονότητα νιώθει ότι απειλείται και για εσωτερικούς λόγους. Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 η χώρα εκσυγχρονίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Παράλληλα, ο πληθυσμός των Αφρικανών αυξάνεται ραγδαία και εκατοντάδες χιλιάδες συρρέουν στις πόλεις σε αναζήτηση εργασίας σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες και εργαστήρια. Χωρίς χρήματα, πολλοί καταπατούν δημόσια γη κι έτσι αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες παραγκουπόλεις. Σύντομα οι Αφρικανοί πολιτικοποιούνται και συνδικαλίζονται. Το αίτημα για την εισαγωγή κατώτατου μισθού κινητοποιεί χιλιάδες. Το 1946 οι Αφρικανοί εργάτες ορυχείων πραγματοποιούν τη μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Nότιας Αφρικής. Οι λευκοί νιώθουν πολιορκημένοι.

Ιδιαίτερα οι ολλανδικής καταγωγής Αφρικάνερ -που έχουν αναπτύξει μια ξεχωριστή εθνική ταυτότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα σε αντιπαράθεση με τους Βρετανούς- θεωρούν ότι η κυρίαρχη θέση της λευκής μειοψηφίας (2,5 εκατομμύρια σ’ έναν πληθυσμό 11 εκατομμυρίων) βρίσκεται σε κίνδυνο. Το swart gevaar, η «μαύρη απειλή», γίνεται η μόνιμη επωδός όλων των πολιτικών συζητήσεων. Μέχρι το 1948 η Nότια Αφρική δεν ελέγχεται από τους Αφρικάνερ. Η χώρα είναι τυπικά ανεξάρτητη από το 1911 υπό την έντονη όμως επιρροή της βρετανικής αυτοκρατορίας. Οι έγχρωμοι κάτοικοι δεν στερούνται πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς έχουν μια περιορισμένη εκπροσώπηση. Το κυβερνών Ενωμένο Κόμμα, υπό τον αγγλόφιλο στρατάρχη Σματς, υποστηρίζεται κυρίως από τους βρετανικής καταγωγής λευκούς και τους μιγάδες του Ακρωτηρίου.

Η πολιτική παράταξη των Αφρικάνερ, το Εθνικό Κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, έχει επεξεργαστεί ένα σαφές σχέδιο για να εξασφαλίσει τη λευκή κυριαρχία. Το σχέδιο βασίζεται στον αυστηρό φυλετικό διαχωρισμό και την ταπείνωση των εγχρώμων.

Μισός αιώνας διαχωρισμών

Στις εκλογές του 1948 το Εθνικό Κόμμα με την ηγεσία του προτεστάντη ιερέα Ντάνιελ Φ. Μάλαν κερδίζει τις εκλογές με οριακή πλειοψηφία. Αμέσως το σχέδιο φυλετικού διαχωρισμού τίθεται σε εφαρμογή. Οι κάτοικοι της χώρας διαιρούνται σε τέσσερις κατηγορίες: μαύροι, μιγάδες (coloureds), Ινδοί/Ασιάτες και λευκοί. Ακολουθεί η σταδιακή κατασκευή του «απαρτχάιντ», του πιο σύνθετου συστήματος φυλετικού διαχωρισμού και διακρίσεων που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Το απαρτχάιντ θα οικοδομηθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια και θα διαρκέσει σχεδόν μισό αιώνα. Στο διάστημα αυτό εκατοντάδες χιλιάδες ακτιβιστές φυλακίζονται γιατί αρνούνται να υπακούσουν στις σχετικές ρυθμίσεις, εκατοντάδες δολοφονούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος σε συνεργασία με διάφορους παρακρατικούς, ενώ τρία εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνονται με κυβερνητικές αποφάσεις και συχνά διά της βίας από τις κατοικίες τους.

Μετακινήσεις πληθυσμών

Η νέα κυβέρνηση επιβάλλει τον διαχωρισμό μεταξύ μαύρων και λευκών σε κάθε επίπεδο. Το 1950 κάθε κάτοικος της χώρας αποκτά μία ταυτότητα που αναγράφει τη φυλετική του κατηγορία. Επίσης κάθε φυλετική κατηγορία αποκτά τη «δική» της περιοχή, μια απόφαση που θα οδηγήσει σε πλήθος εξαναγκαστικών μετακινήσεων. Κάθε πλευρά της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής -κατοικία, εργασία, εκπαίδευση, υγεία- ρυθμίζεται νομοθετικά με σκοπό τον υποβιβασμό των μαύρων και των άλλων εγχρώμων σε πολίτες δευτέρας κατηγορίας. Το 1949 οι μεικτοί γάμοι τίθενται εκτός νόμου και το 1950 με τη Νομοθετική Πράξη περί Ανηθικότητας η ερωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές φυλετικές ομάδες θεωρείται ποινικό αδίκημα. Βεβαίως ο στόχος όλων αυτών των μέτρων είναι η διαιώνιση της κυριαρχίας των λευκών.

Θα το παραδεχθεί δημοσίως μερικά χρόνια μετά (το 1956), μιλώντας μάλιστα στο Κοινοβούλιο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας Hans Strijdom: «Ή θα επικρατήσει ο λευκός άνθρωπος ή ο μαύρος θα καταλάβει την εξουσία (…) O μόνος τρόπος για να διατηρήσουμε την εξουσία είναι να μη δώσουμε δικαίωμα ψήφου στους μη Ευρωπαίους».

Βέβαια ο θεσμοποιημένος φυλετικός διαχωρισμός δεν γεννήθηκε ξαφνικά μια ωραία πρωία του 1948 ούτε και οι Αφρικάνερ ήταν οι μόνοι λευκοί ρατσιστές στη Νότια Αφρική. Σοβαρές και σημαντικές διακρίσεις υπήρχαν και πριν. Η κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων των μη λευκών ξεκίνησε το 1910 από τους Βρετανούς με την απαγόρευση εκλογής μαύρων στο Κοινοβούλιο και ολοκληρώθηκε το 1936, πριν το Εθνικό Κόμμα ανέλθει στην εξουσία, όταν οι Αφρικανοί ψηφοφόροι της Επαρχίας του Ακρωτηρίου διαγράφηκαν από τους εκλογικούς καταλόγους, χάνοντας έτσι ένα δικαίωμα που είχαν για 80 ολόκληρα χρόνια. Οπως παρατηρεί η ιστορικός Cornelis de Kiewiet, «το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή της πιο σημαντικής γέφυρας ανάμεσα στους δύο κόσμους».

Ωστόσο αυτό που γεννήθηκε το 1948 και ολοκληρώθηκε σταδιακά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν είναι μια απλή διεύρυνση της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, ήταν το πιο συστηματικό, λεπτομερές και πλήρες νομικό πλαίσιο διακρίσεων και φυλετικής διαστρωμάτωσης που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Η διάκριση και η ταξινόμηση των φυλών με βάση την εμφάνιση δεν ήταν πάντοτε εύκολες. Σταδιακά επικράτησε ένα πρακτικό τεστ: το κατσαρό μαλλί θεωρήθηκε χαρακτηριστικό των μαύρων. Ετσι, αν ένα μολύβι που βυθιζόταν στα μαλλιά κάποιου γλιστρούσε έξω, τότε θεωρούνταν μιγάς. Αν αντίθετα το μολύβι «κολλούσε», ο υποψήφιος κατατασσόταν στους μαύρους!

Το απαρτχάιντ αντιμετώπισε την αντίσταση των Αφρικανών και των φιλελεύθερων ακτιβιστών από την πρώτη στιγμή. Χιλιάδες αρνήθηκαν να υπακούσουν στους ρατσιστικούς νόμους και βρέθηκαν στις φυλακές του καθεστώτος. Τυπικά το απαρτχάιντ καταργήθηκε το 1994 όταν στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές στην ιστορία της χώρας εξελέγη πρόεδρος ο Νέλσον Μαντέλα (ένας άνθρωπος που πέρασε 27 χρόνια στη φυλακή).

Το δράμα του Δ. Τσαφέντα

Στις 6 Δεκεμβρίου του 1966 ένας Ελληνας μπήκε στο Κοινοβούλιο της Nότιας Αφρικής και με τέσσερις μαχαιριές δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της χώρας Χένρικ Φερβούρντ. Το όνομά του ήταν Δημήτρης Τσαφέντας. Ο Τσαφέντας ήταν μιγάς (γιος ενός Ελληνα μηχανικού και μιας μιγάδας) που είχε κατηγοριοποιηθεί από το καθεστώς ως «λευκός». Για τους λευκούς ο Τσαφέντας ήταν πολύ σκούρος, ενώ για τους έγχρωμους πολύ λευκός. Λέγεται ότι ερωτεύθηκε παράφορα μια μιγάδα την οποία όχι μόνο δεν μπορούσε να παντρευτεί λόγω των νόμων του απαρτχάιντ, αλλά δεν μπορούσε ούτε καν να τη συνοδεύσει σε δημόσιους χώρους – οι παραλίες, τα μπαρ, τα εστιατόρια ακόμη και τα παγκάκια των πάρκων ήταν απαγορευμένα για μεικτά ζευγάρια. Ο Τσαφέντας προσπάθησε να «επανακατηγοριοποιηθεί» ως μιγάς, κάτι όμως που ο νόμος δεν επέτρεπε. Τελικά θεωρήθηκε τρελός και για 27 χρόνια περίμενε την εκτέλεσή του στα κελιά των μελλοθανάτων. Απελευθερώθηκε το 1993 και πέθανε το 1999 σε ένα ψυχιατρείο. Ο τάφος του -έξω από τη φυλακή του Στερκφοντέιν- έχει μόνο μια ένδειξη: J59. Για πολλούς συγκρατούμενούς του – αγωνιστές κατά του απαρτχάιντ αλλά και για πολλούς μαύρους και λευκούς ακτιβιστές, ο Τσαφέντας είναι ένας από τους ξεχασμένους ήρωες του αγώνα κατά της βαρβαρότητας.

Πηγή:Καθημερινή

Το απαρτχάιντ (apartheid), (όρος που προέρχεται από τη γλώσσα Αφρικάανς και τα ολλανδικά και σημαίνει διάκριση), ήταν μια πολιτική των Λευκών που καθόριζε και επέβαλλε τη διάκριση των ανθρωπίνων ομάδων μέσα σε ένα κράτος βάσει φυλετικών κριτηρίων σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Ως επίσημη κρατική πολιτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Νότιο Αφρική από το Εθνικό Κόμμα το 1948 και καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου 1991.[1] Ο όρος απαρτχάιντ χρησιμοποιείται πλέον για να υποδηλώσει κάθε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.

Πηγή:βικιπαίδεια

Πώς το τσακάλι απέκτησε την μαύρη πλάτη του / αφρικάνικος μύθος

Μία ημέρα το τσακάλι είδε ένα κορίτσι να κάθεται πάνω σε ένα δέντρο.« Γιατί κάθεσαι εκεί πάνω όμορφο παιδάκι;» ρώτησε το τσακάλι. «Είμαι κουρασμένη και θέλω να ξεκουραστώ» απάντησε το κορίτσι. «Κατέβα κάτω και θα σε πάω σπίτι σου κουβαλόντας σε στην πλάτη μου» είπε το τσακάλι. Το κορίτσι του απάντησε αρκετά υπεροπτικά πως είναι παιδί του ήλιου και οτι δεν θα ανεβαινε  στην πλάτη ενός τσακαλιού. Το τσακάλι όμως με τον γλυκό του τρόπο με καλοπίασματα και κολακίες, μαλάκωσε το κορίτσι και το έπεισε. Ετσι ανέβηκε στην πλάτη του και φύγανε για το σπίτι της.

Στην διαδρομή, κι ενώ το κοριτσι ήταν μικροκαμωμένο και ελαφρύ, το τσακάλι άρχισε να νίωθει άβολα. Κι αυτό λόγω οτι το παιδί του ήλιου έβγαζε μεγάλη θερμότητα. Ετσι της λέει το τσακάλι «κατέβα κάτω, διότι είδα ένα όμορφο πουλί το οποιο θα κυνηγήσω με το τόξο και τα βέλη μου.» Το παιδί όμως αρνήθηκε. «Κατέβα κάτω, κατέβα κάτω» ικέτευσε το τσακάλι δίχως να προσποιείται πια, διότι η γούνα του άρχισε να καψαλίζεται. Όμως το παιδί αρνιόταν να κάτέβει. Ετσι το τσακάλι άρχισε τις απειλές: « Θα βουτήξω μέσα στο νερό μαζί σου», «Θα σε τσιμπήσω με το κρυφό μου κεντρί» και ότι του ερχόταν στο μυαλό! Το κορίτσι όμως γελούσε και κρατιόταν από την ράχη του τσακαλιου όλο και πιο σφιχτα. Το τσακάλι όμως δεν άντεχε άλλο και με ένα μεγάλο ουρλιαχτό έκανε ένα άλμα σε ένα πυκνό θάμνο και έτσι το παιδί του ήλιου έπεσε από την πλάτη του. Ετσι λοιπόν το τσακάλι τσουρουφλισμένο και μετανιωμένο έφυγε και πήγε στην πεδιάδα κουβαλόντας μαζί του για πάντα το σημάδι που του άφησε το παιδί του ήλιου.

αφρικάνικος μύθος