Φώτιος Κόντογλου

Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος του τὸν ἐγγράφει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ διακόψει τὸ ἐπίδομα σπουδῶν καὶ μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ μητέρα καὶ τὸ θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις ἔργων του.

Τὸ 1927 παντρεύεται τὴ συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καὶ τὸν ἴδιο χρόνο ἀναλαμβάνει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ «Φιλικὴ Ἑταιρεία». Δυὸ χρόνια μετὰ γεννιέται ἡ κόρη του Δέσπω καὶ ἀρχίζει συνεργασία μὲ τὰ περιοδικὰ «Ἑλληνικὰ Γράμματα» καὶ «Νέα Ἑστία», ἐνῷ συνεχίζει τὴ φιλοτέχνηση σκηνικῶν. Τὸ 1930 προσελήφθη ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ὡς τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Τὸ 1932 κτίζει τὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Βιζυηνοῦ 16 (περιοχὴ Κυπριάδου), ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκο Ἐγγονόπουλο ζωγραφίζουν μὲ νωπογραφίες ἕνα δωμάτιό του. Τὸ 1933 τὸν βρίσκει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἐργάζεται γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο καὶ τὸ 1934 συμμετέχει στὴν 19η Biennale τῆς Βενετίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς ἀναγκάζεται νὰ πουλήσει τὸ σπίτι του γιὰ ἕνα σακὶ ἀλεύρι! Τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια (1944–1950) εἶναι χρόνια λογοτεχνικῆς καὶ εἰκαστικῆς δημιουργίας. Συμμετέχει σὲ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐκδίδονται πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του, ἐνῷ τὴ δεκαετία 1950-60 βρίσκεται στὴ κορύφωση τῆς ἁγιογραφικῆς του δραστηριότητας.

Ἐπιστέγασμα τοῦ πλούσιου λογοτεχνικοῦ καὶ καλλιτεχνικοῦ του ἔργου, ἦταν ἡ ἀπονομὴ τοῦ παρασήμου, τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος (1960). Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 24 Μαρτίου 1965, τοῦ ἀπένειμε τὴν ἀνώτατη διάκρισή της, τὸ «Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν». Ἦταν μέλος τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐπέστρεψε στὸ Δημιουργό, στὶς 4 τὸ μεσημέρι τῆς 13ης Ἰουλίου 1965, στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου νοσηλευόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα στὴ περιοχὴ τοῦ Φαλήρου. Τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του τέλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος, τὸ ἀπόγευμα τῆς 14ης Ἰουλίου, στὸν ἱερὸ κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Α´ Νεκροταφείου Ἀθηνῶν, ὅπου ἔγινε καὶ ἡ ταφή του. Ἐπικηδείους λόγους ἐκφώνησαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Ἠλίας Βενέζης. Μετὰ τὴν ἐκταφή του ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Μάκρης.

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/

Πιο πολλές πληροφορίες: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/to_parsimo_ths_polhs.htm