Χριστούγεννα στα Αναγνωστικά 1920 – 1980

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναγνωστικό 1929
Αναγνωστικό 1946
Αναγνωστικό 1950
Αναγνωστικό 1952
Αναγνωστικό 1956
Αναγνωστικό 1961
Αναγνωστικό 1965
Αναγνωστικό 1967
Αναγνωστικό 1972
Αναγνωστικό 1977

 

Πηγή: http://www.iep.edu.gr/library/index.php/2012-09-21-10-00-52/1920-1980

Καλήν εσπέραν, άρχοντες…

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ, ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ – ΜΕ ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ – ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ…

«Eιρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσι καθεύδη…» Πλούταρχος (Θησ.22)
«Η ειρεσιώνη(> είρος = έριο = μαλλί) σού φέρνει σύκα και αφράτα σταρένια ψωμιά και μέλι στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και κανάτα ξέχειλη (με κρασί) για να μεθύσεις και να κοιμηθείς…»

Μ’ αυτό το καλεστικό άσμα, ομάδες αγοριών – σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας όπως στη Σάμο και στην Αθήνα – γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και ενημέρωναν για τη γιορτή του Πύθιου Απόλλωνα κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένα με λευκό μαλλί (πεπλεγμένος ερίοις) και στολισμένα με κόκκινες ταινίες – κορδέλες, κάθε είδους καρπούς (ακρόδρυα – παντοδαπούς των εκ γης καρπών) – τα πρωτόλεια των εσοδειών – κρεμασμένους με σπάγκους, μικρές φιάλες – μπουκαλάκια με σύμβολα γονιμότητας δηλ. ελαιόλαδο, κρασί και μέλι.
Πάνω στα κλαδιά αυτά δένονταν, επίσης, τα λεγόμενα διακόνια δηλ. διάφορα αντικείμενα όπως ομοιώματα λύρας, ένα κύπελλο ή ένα κλαδί αμπέλου φτιαγμένα από ζύμη, κρίθινα κουλούρια και γλυκά καθώς και κάθε είδους άλλα ομοιώματα (…Αθηναίοι τω Απόλλωνι την καλουμένην ειρεσιώνην όταν ποιώσι, πλήττοντες λύραν τε και κοτύλην και κλήμα και άλλ’ άττα κυκλοτερή πλασσόμενα πέμματα (πλακούντες, γλυκίσματα) ταύτα καλούσι διακόνια. Τινές δε λέγουσι ζωμόν ποιόν, τινές δε μάζαν)(Σουίδας)

Το ικετευτικό άσμα των μικρών τραγουδιστών συνοδευόταν από έκκληση για κάποιο δώρο.
(Όταν τραγουδούσαν την ειρεσιώνη για το θεό Διόνυσο, κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου.)

ΟΜΗΡΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ(ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΙΡΕΣΙΩΝΗΣ)- αρχαίο κείμενο
“Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί,
αυταί ανακλίνεσθε θύραι. Πλούτος γαρ έσεισι
πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία,
ειρήνη τ’ αγαθή. Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είη,
κυρβαίη δ’ αιεί κατά καρδόπου έρπει μάζα…
………………………………………………………………………………..
“Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστήξομεν
ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ’ ήλθομεν”.

ΟΜΗΡΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ(ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΙΡΕΣΙΩΝΗΣ)- μετάφραση
“Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ας ανοιχτούν οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει άφθονη η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
για να γεμίσουν τα σταμνιά, κι οι χωματένιες κύρβεις
και να φουσκώσει η σκάφη του ζυμάρι κριθαρένιο…
…………………………………………………………………………………….
Είτε μας δώσεις κάτι, είτε όχι, εμείς δε θα καθίσουμε
γιατί δεν ήλθαμε εδώ για να συγκατοικήσουμε …”

ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΘΡΑΚΗΣ
“Στο σπίτι ετούτο πού ’ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι…
…………………………………………………………………………………….
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
μόνε σας αγαπήσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.

Το κλαδί το ίδιο με τα ποικίλα του εξαρτήματα, ήταν ένα ευανάγνωστο σύμβολο αφθονίας των καρπών και όταν έμπαινε σ’ ένα σπίτι, έφερνε μαζί του ευχές για δύναμη, υγεία, πλούτο και ευλογία.

Αυτά τα κλαδιά (θαλλοί) λέγονταν ειρεσιώνες και τις στόλιζαν, περιφέροντάς τες τα παιδιά τα οποία είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή (αμφιθαλή) σε γιορτές όπως τα Πυανέψια και τα Θαργήλια.

Κατά τα Πυανέψια > κύαμοι, πύαμοι = κουκιά + έψω (= βράζω) (Πυανεψιών, 15 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου, τέταρτος μήνας του αττικού έτους), μετά την περιφορά τους, οι ειρεσιώνες τοποθετούνταν έξω από τη θύρα του ναού του Απόλλωνα (πύθιον – σπήλαιο, ιερό του Πύθιου Απόλλωνα στη Β.Δ. πλευρά της Ακρόπολης) αλλά και έξω από τις θύρες των αθηναϊκών σπιτιών για ένα ολόκληρο χρόνο, έθιμο παλιό για την αποτροπή κάποιου λοιμού, για να ικετεύει για ευλογία αγαθών από τη νέα σπορά ως τη συγκομιδή, να φέρνει κάθε τι καλό αλλά και να διώχνει το κακό όλη τη χρονιά…

Κατά τη διάρκεια της πομπής των Θαργηλίων – Θαργηλίων > θάργηλος = χυλός, ψωμί ή γλυκό από τους καρπούς της πρώτης συγκομιδής, Θεργηλίων > θέρος και ήλιος (Θαργηλιών, 15 Μαΐου – 15 Ιουνίου, ενδέκατος μήνας του αττικού έτους), γιορτές αφιερωμένες στον Ήλιο (γενέθλια του Θεού Απόλλωνα) και στις Ώρες (εποχές) προσφέρονταν στο θεό οι πρώτοι καρποί αλλά και η ειρεσιών, το αρχαίο ελληνικό δέντρο των γιορτών. Κατά τη διάρκεια της πομπής, με την ειρεσιώνη παρακαλούσαν τον Ήλιο και τις Ώρες για ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, καλή σοδειά και πλούτο. Το κάθε ένα από τα στοιχεία τα οποία τη στόλιζαν «ικέτευε» για ό,τι καλύτερο…

(Kείμενο – φωτογραφία: Μάνος Ι. Ελευθερίου – Σελ. fb: «Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα»)

[Μοναδικό δείγμα αρχαίου ελληνικού γλυπτού, το οποίο παριστάνει παιδί που τραγουδάει κάλαντα μεταφέροντας το αρχαίο ελληνικό κλαδί – δέντρο των γιορτών (αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο της μετώπης του Αγίου Ελευθερίου – παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών)]

Οι ετυμολογικές ρίζες του κουραμπιέ και του μελομακάρονου

 

Πώς καθιερώθηκε η ονομασία των δύο αγαπημένων χριστουγεννιάτικων γλυκών

Είναι σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων και κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη νοστιμιά τους. Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα πλημμυρίζουν με γεύσεις τους ουρανίσκους και γίνονται μια αγαπημένη συνήθεια των εορτών.Ποια είναι όμως η ετυμολογία των δύο γλυκών; Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μουσικολόγος και δικηγόρος η ρίζα είναι:Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.

Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό πάει στο «ιταλικό» μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).

Πηγή:http://constantinoupoli.com/

Τράπουλες, τάβλι, εξάρες, ζάρια, μονά-ζυγά και άλλα τυχερά παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα!

(Φωτ.: Λεπτομέρεια από τον περίφημο, αριστουργηματικό, μελανόμορφο αμφορέα του Εξηκία – 6ος αι. π.Χ., Μουσείο Βατικανού, Αχιλλέας – τέσσερα & Αίας – τρία)

Οι αστράγαλοι, η τηλία και ο αρτιασμός

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών γίνεται φανερό ότι οι πρόγονοί μας αρέσκονταν στον τζόγο ενώ τα περισσότερα παίγνια διατηρήθηκαν αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες
Καθισμένοι μπροστά στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, με τα φύλλα της τράπουλας να μοιράζονται για μια παρτίδα πόκερ, πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι εκείνη τη στιγμή παίζουν ένα… μινωικό παιχνίδι; Και βέβαια κανείς δεν έχει στο μυαλό του όταν ρίχνει τα ζάρια ότι οι εξάρες που θα του χαρίσουν τη νίκη είναι η «ριξιά της Αφροδίτης» ή ότι ο απευκταίος άσος ονομάζεται «ριξιά του σκύλου».
Τα δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή με τους επαναλαμβανόμενους, γραπτούς χαρακτήρες στη μία τους όψη, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου, μπορεί να μιλούν για ένα παιχνίδι βασισμένο στην ίδια αρχή με αυτήν μερικών σύγχρονων παιχνιδιών με χαρτιά, όπως η πόκα και το πόκερ, λένε σήμερα οι μελετητές του ευρήματος. Άλλωστε η ύπαρξη επιτραπέζιων παιχνιδιών στη μινωική Κρήτη δεν αμφισβητείται. Όπως και άλλα σημερινά τυχερά παιχνίδια έτσι και το πόκερ, έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα. Τόσο μακρινή όσο και 3.500 χρόνια πριν.

Η κυβεία του Παλαμήδη

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών ήδη γίνεται φανερό ότι οι Έλληνες αρέσκονταν στα παιχνίδια ενώ η αμέσως επόμενη διαπίστωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά διατηρήθηκαν ως εμάς, συχνά αναλλοίωτα, ακόμη κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Ενδεχομένως γιατί οι άνθρωποι αναφορικά με το παιχνίδι αλλά και τον τζόγο παραμένουν ίδιοι. Οι αργόσχολοι σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στον Όμηρο μαζεύονταν συχνά στο ύπαιθρο για να παίξουν. Και στην Κόρινθο, κάτω από την Ακρόπολη, υπήρχε ένας ιδιαίτερος τόπος συνάντησης των παικτών. Όσο για το πλέον τυχερό παιχνίδι, την κυβεία, η ελληνική παράδοση αναφέρει τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη ως εφευρέτη του, ο οποίος το επινόησε, καθώς λέει ο Σοφοκλής, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της Τροίας. Στον Παλαμήδη άλλωστε απέδιδαν ένα ακόμη αγαπητό παιχνίδι, αυτό του διαγραμμισμού, της ντάμας δηλαδή.

Τα παιχνίδια κυβείας λοιπόν, δηλαδή τα ζάρια, οι αστράγαλοι που στο Βυζάντιο ονομάζονταν κόττια, για να φθάσουν ως εμάς με τις ονομασίες κότσι, κότσια, βεζίρης κτλ., τα «μονά – ζυγά» που τα έπαιζαν με χάλκινα νομίσματα αλλά και με κοκαλάκια και κουκιά, το «κορόνα – γράμματα», τα πεντόβολα, οι κοκορομαχίες ή οι αγώνες ορτυκιών (ορτυγοκοπία), που πάθιαζαν τους επαγγελματίες του στοιχήματος, και πολλά άλλα ακόμη, όπως ο ιμαντελιγμός, η πεντάλιθα, ο αρτιασμός, η πλειστοβολίδα και άλλα, παιχνίδια του τζόγου τα περισσότερα ή έστω παιχνίδια με έντονο τον παράγοντα της τύχης, διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παικτών διά μέσου των αιώνων. Άλλωστε ακόμη και τα πιο αθώα παιδικά παιχνίδια θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τυχερά, υπακούοντας στο πάθος των ανθρώπων για τον τζόγο.

Αυτοκράτορες-παίκτες

Όλες οι κοινωνικές τάξεις μπερδεύονταν έτσι μέσα στο πάθος του παιχνιδιού και των στοιχημάτων, τα οποία, παρ’ ότι ήταν παράνομα τις περισσότερες φορές, δεν έπαυαν να προσελκύουν τους ανθρώπους. Παθιασμένοι παίκτες ζαριών οι Αθηναίοι μπορεί να έχαναν ακόμη και περιουσίες στα κυβεία ή κυβευτήρια, τα οποία σήμερα ονομάζουμε μπαρμπουτιέρες. Χώροι που και στην αρχαιότητα θεωρούνταν κακόφημοι, και μάλιστα η είσοδος σε αυτούς ήταν ντροπή. Στην Αθήνα όμως υπήρχαν πολλά, ένα μάλιστα εξ αυτών, το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά οδό, φαίνεται ότι συγκέντρωνε την προτίμηση των κυβευτών.

Τα ζάρια παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα με τρεις πήλινους κύβους (δύο ζάρια άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τη ρωμαϊκή εποχή), τα οποία δεν έριχναν ποτέ με το χέρι, αλλά αφού τα κουνούσαν μέσα σε ένα αγγείο, το κήθιον. Για κάθε περίπτωση πάντως οι κυβευτές είχαν και τους προστάτες τους θεούς, τον Ερμή και τον Πάνα.
Στο Βυζάντιο, παρ’ ότι εξέλιπαν πολλά αρχαιοελληνικά παιχνίδια, τα κυβευτικά πρωταγωνιστούσαν στη ζωή των ανθρώπων από τους αυτοκράτορες ως τους λαϊκούς. Ζάρια έπαιζαν με μανία ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’, που ήταν μάλιστα και διαρκώς χαμένος, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός.

Οι απαγορευμένοι χώροι

Οι αρχαίοι συγγραφείς πάντως καταδίκαζαν την είσοδο στα κυβεία και τους ίδιους τους κυβευτές, όπως φαίνεται και στα έργα του Αριστοφάνη. Στη ρωμαϊκή εποχή μάλιστα, όταν τα παιχνίδια αυτά εξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό τους. Και αργότερα, από τον 2ο αιώνα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς συμβουλεύει τα παιδιά να μην παίζουν ζάρια. Ο Μέγας Βασίλειος επιτίθεται με οργή εναντίον των κυβευτών και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κατηγορεί κάποιον λέγοντάς του «πίνεις, κυβεύεις, παίζεις, γελάς»… Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι λέει για τους ανθρώπους ότι στα σπίτια τους δεν βρίσκει κανείς ιερά βιβλία παρά πεσσούς και κύβους. Και τον 11ο αιώνα η Άννα η Κομνηνή θυμώνει με τους υπηκόους της, που δεν μελετούν τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά «νυν πεττεία το σπούδασμα και άλλα τα έργα τα αθέμιτα». Με τέτοιες συστάσεις λοιπόν δεν είναι περίεργα τα μέτρα που ελήφθησαν ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα με βαριές ποινές για τους κυβευτές.

«Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους» λέει μια επιγραφή από τη Δήλο, δείχνοντας το πάθος για τον τζόγο, που δεν σέβεται ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες. Οι αστράγαλοι, προσφιλές παιχνίδι τύχης και κερδοσκοπίας σε όλες τις εποχές, αναφέρονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν λέει ότι ο Πάτροκλος είχε σκοτώσει πάνω στο παιχνίδι τον φίλο του Κλεισώνυμο «χολωθείς αμφ’ αστραγάλοισιν». Ένα παιχνίδι το οποίο σε πολλά σημεία του μοιάζει με το σημερινό, παιζόταν από παίκτες καθισμένους κυκλικά, ενώ κάποιος από αυτούς αναγορευόταν σε βασιλιά κατόπιν κλήρωσης. Από τη θέση των αστραγάλων, μετά από κάθε ριξιά, εξαρτιόταν η επιτυχία του παίκτη. Οι αρχαίοι μάλιστα έδιναν ονόματα στις διάφορες ριξιές, τα οποία επέτρεπαν στους έμπειρους παίκτες να κάνουν γρήγορους υπολογισμούς.

Το μέγα πάθος για τους αστραγάλους φαίνεται και μέσα από ένα στιγμιότυπο το οποίο μας μεταφέρει ο Πλούταρχος. Ο Αλκιβιάδης παίζοντας κάποτε αστραγάλους με τους φίλους του στη μέση του δρόμου αρνήθηκε να σταματήσει για να περάσει μια άμαξα, αντίθετα προκάλεσε τον αμαξά να περάσει από πάνω του, προκειμένου να τους χαλάσει το παιχνίδι. Ένα άλλο αρχαιοελληνικό παιχνίδι, η τηλία, έφθασε ως τις μέρες μας ως τάβλι, αφού στη ρωμαϊκή εποχή έγινε το παιχνίδι των «12 γραμμών», η τάμπουλα, και στο βυζαντινό το τάβλιον.

Σκηνές που εικονίζονται πάνω στα αρχαία αγγεία μιλούν σαφέστατα για μια άλλη ενασχόληση των αρχαίων Αθηναίων: στοιχήματα για κόκορες, για ορτύκια, καμιά φορά και για σκυλιά. Ο τζόγος σε όλη του την ένταση. Οι παίκτες στοιχηματίζουν ολόκληρες περιουσίες στα ζώα που κτυπιούνται, τα οποία άλλωστε έχουν αναθρέψει γι’ αυτόν τον σκοπό. Τους καλλιεργούν την επιθετικότητα, δίνοντάς τους σκόρδο και κρεμμύδι, και δένουν στα πίσω νύχια των πετεινών μεταλλικά πλήκτρα για να προκαλούν στον αντίπαλο θανάσιμα τραύματα.

Ιδιαίτερα αγαπητό παιχνίδι ήταν και ο αρτιασμός, τα μονά – ζυγά δηλαδή, που μπορεί να παιζόταν με αμύγδαλα ή κουκιά, οπότε μικρό το κακό, μπορεί όμως και με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, μετατρεπόμενο αυτομάτως σε τυχερό. Το ίδιο και η οστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, που παιζόταν με ένα όστρακο στην αρχαία Ελλάδα και ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή με νόμισμα.
Το βέβαιο είναι ότι τα τυχερά παιχνίδια δεν είναι εφεύρεση της εποχής μας αλλά η αφετηρία τους βρίσκεται στις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Ίσως γιατί πηγάζουν από την ανθρώπινη φύση, που θέλει να προκαλέσει την τύχη, να αντιμετωπίσει τη μοίρα και να παλέψει μαζί της. Με όποια αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιβίωσή τους επιβεβαιώνει τη διατήρηση αρχαίων συνηθειών ως συνέχεια του ίδιου πολιτισμού από τους μινωικούς χρόνους ως σήμερα. [TheAncientWeb Greece (ΑΡΧΑΙΟΣ ΙΣΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ)]

Πηγή:  Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα

Ένα φημισμένο αγγείο “ζωντανεύει” με τη βοήθεια της τεχνολογίας…
(ο αμφορέας του Εξηκία, με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα να ξεκουράζονται παίζοντας, Μουσείο Βατικανού)

 

(Φωτ.: Αρχαιοελληνική τηλία, ρωμαϊκή tabula, βυζαντινό τάβλιον, σημερινό τάβλι, Αφροδισιάς, Τουρκία)

 

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΟ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ…

Η ειρεσιώνη (> είρος = έριο = μαλλί) …το αρχαίο ελληνικό δέντρο των γιορτών!

«Eιρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσι καθεύδη…» Πλούταρχος (Θησ.22)
«Η ειρεσιώνη σού φέρνει σύκα και αφράτα σταρένια ψωμιά και μέλι στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και κανάτα ξέχειλη (με κρασί) για να μεθύσεις και να κοιμηθείς…»

Μ’ αυτό το καλεστικό άσμα, ομάδες αγοριών – σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας όπως στη Σάμο και στην Αθήνα – γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και ενημέρωναν για τη γιορτή του Πύθιου Απόλλωνα κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένα με λευκό μαλλί (πεπλεγμένος ερίοις) και στολισμένα με κόκκινες ταινίες – κορδέλες, κάθε είδους καρπούς (ακρόδρυα – παντοδαπούς των εκ γης καρπών) – τα πρωτόλεια των εσοδειών – κρεμασμένους με σπάγκους, μικρές φιάλες – μπουκαλάκια με σύμβολα γονιμότητας δηλ. ελαιόλαδο, κρασί και μέλι.
Πάνω στα κλαδιά αυτά δένονταν, επίσης, τα λεγόμενα διακόνια δηλ. διάφορα αντικείμενα όπως ομοιώματα λύρας, ένα κύπελλο ή ένα κλαδί αμπέλου φτιαγμένα από ζύμη, κρίθινα κουλούρια και γλυκά καθώς και κάθε είδους άλλα ομοιώματα (…Αθηναίοι τω Απόλλωνι την καλουμένην ειρεσιώνην όταν ποιώσι, πλήττοντες λύραν τε και κοτύλην και κλήμα και άλλ’ άττα κυκλοτερή πλασσόμενα πέμματα (πλακούντες, γλυκίσματα) ταύτα καλούσι διακόνια. Τινές δε λέγουσι ζωμόν ποιόν, τινές δε μάζαν)(Σουίδας)

Το ικετευτικό άσμα των μικρών τραγουδιστών συνοδευόταν από έκκληση για κάποιο δώρο. Το κλαδί το ίδιο με τα ποικίλα του εξαρτήματα, ήταν ένα ευανάγνωστο σύμβολο αφθονίας των καρπών και όταν έμπαινε σ’ ένα σπίτι, έφερνε μαζί του ευχές για δύναμη, υγεία, πλούτο και ευλογία.

Αυτά τα κλαδιά (θαλλοί) λέγονταν ειρεσιώνες και τις στόλιζαν, περιφέροντάς τες τα παιδιά τα οποία είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή (αμφιθαλή) σε γιορτές όπως τα Πυανέψια και τα Θαργήλια.

Κατά τα Πυανέψια > κύαμοι, πύαμοι = κουκιά + έψω (= βράζω) (Πυανεψιών, 15 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου, τέταρτος μήνας του αττικού έτους), μετά την περιφορά τους, οι ειρεσιώνες τοποθετούνταν έξω από τη θύρα του ναού του Απόλλωνα (πύθιον – σπήλαιο, ιερό του Πύθιου Απόλλωνα στη Β.Δ. πλευρά της Ακρόπολης) αλλά και έξω από τις θύρες των αθηναϊκών σπιτιών για ένα ολόκληρο χρόνο, έθιμο παλιό για την αποτροπή κάποιου λοιμού, για να ικετεύει για ευλογία αγαθών από τη νέα σπορά ως τη συγκομιδή, να φέρνει κάθε τι καλό αλλά και να διώχνει το κακό όλη τη χρονιά…

Κατά τη διάρκεια της πομπής των Θαργηλίων – Θαργηλίων > θάργηλος = χυλός, ψωμί ή γλυκό από τους καρπούς της πρώτης συγκομιδής, Θεργηλίων > θέρος και ήλιος (Θαργηλιών, 15 Μαΐου – 15 Ιουνίου, ενδέκατος μήνας του αττικού έτους), γιορτές αφιερωμένες στον Ήλιο (γενέθλια του Θεού Απόλλωνα) και στις Ώρες (εποχές) προσφέρονταν στο θεό οι πρώτοι καρποί αλλά και η ειρεσιώνη. Κατά τη διάρκεια της πομπής, με την ειρεσιώνη παρακαλούσαν τον Ήλιο και τις Ώρες για ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, καλή σοδειά και πλούτο. Το κάθε ένα από τα στοιχεία τα οποία τη στόλιζαν «ικέτευε» για ό,τι καλύτερο…

Αντίστοιχη με την ειρεσιώνη ήταν και η ικετηρία, κλαδί από τις μορίες, τις ιερές ελιές της Ακαδημίας οι οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί με καταβολάδες από την ιερή ελιά της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη. Η ικετηρία ήταν περιτυλιγμένη με λευκό μαλλί και την έφεραν οι όμορφοι γέροντες – ικέτες (θαλλοφόροι) κατά την πομπή της μεταφοράς του πέπλου, πριν τη θυσία των ζώων, την τελευταία ημέρα της εορτής των Παναθηναίων, ψάλλοντας ύμνους. (Εκατομβαιών > εκατόμβη = εκατόν + βους = εκατό βόδια, θυσία εκατό βοδιών, δημόσια θυσία , 15 Ιουλίου – 15 Αυγούστου, πρώτος μήνας του αττικού έτους) « Ην δε κλάδος από της ιερής ελαίας ερίω λευκώ κατεστεμμένος…» Πλούταρχος (Θησ.22)

Υπάρχουν πολλές αναφορές οι οποίες χαρακτηρίζουν τις μορίες ως δένδρα του πεπρωμένου.

Συνηθίζουμε, χιλιάδες χρόνια μετά, να στολίζουμε με παραπλήσιο τρόπο τα χριστουγεννιάτικα δέντρα γύρω από την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου κατά το οποίο γιορτάζαμε, πάντα, τους «ήλιους» και «φωτοδότες» Μίθρα (πέρσικος θεός Ήλιος) , Απόλλωνα και Χριστό. Άλλη μια συνήθεια που αντέγραψαν οι Δυτικοί και εισήγαγαν στην Ελλάδα ως …καινοτομία!

(Μάνος Ι. Ελευθερίου – Σελ. fb: «Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα»)