Χειρουργός ή χειρούργος;
Οι λέξεις της Νέας Ελληνικής σε –ουργος (δηλ. οι σύνθετες με δεύτερο συνθετικό το ουσ. ἔργον) τονίζονται στη λήγουσα: δημιουργός, λειτουργός, ξυλουργός, λεπτουργός, υπουργός κ.τ.ο. Επομένως και χειρουργός – η οποία, σημειωτέον, είναι λέξη της αρχαίας (< χείρ + ἔργω/ἔργον) και αρχικά είχε τη, διαφανή ετυμολογικά, σημασία: ὁ ἐργαζόμενος, ὁ πράττων, ὁ ἐκτελῶν τι διά τῶν χειρῶν, ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι ἐπάγγελμα.
Εξαιρούνται – και παροξύνονται – τα κακόσημα κακούργος, πανούργος & ραδιούργος (για το τελευταίο, μάλιστα, παλαιότερα έχει προταθεί, ως ορθότερος, ο τονισμός στη λήγουσα).