Screenshot 2022 10 28 201534

Δημοτικά τραγούδια που διηγούνται την τουρκοκρατία και την επανάσταση του 1821

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, αυτήν που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τα συναισθηματικά του και ψυχικά φορτία, τα ιδανικά του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμα τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του μέσα στην ευκολομνημόνευτη ποίηση.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, με τα οποία και χαρακτηρίζεται ως τέτοιο συνοψίζονται στα ακόλουθα εννιά:
  1. Η ανωνυμία του δημιουργού. Ο δημιουργός και συνθέτης του δημοτικού τραγουδιού παραμένει άγνωστος.
  2. Η απροσδιοριστία του ακριβούς τόπου προέλευσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο τόπος αναφοράς, όχι όμως ο ακριβής τόπος σύνθεσης.
  3. Η απροσδιοριστία του ακριβούς χρόνου σύνθεσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο χρόνος αναφοράς όχι όμως ο ακριβής χρόνος σύνθεσης.
  4. Η λαϊκή έκφραση ακολουθώντας τοπικά ιδιώματα. Το δημοτικό τραγούδι αποδίδεται πάντα με το χρονικά τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.
  5. Ο λαϊκός ψυχισμός, όπως αυτός εκδηλώνεται στη ζωή.
  6. Οι παρατηρούμενες παραλλαγές. Όσες περισσότερες παραλλαγές παρατηρούνται τόσο περισσότερο φέρεται καταξιωμένο.
  7. Η απόδοση σε τραγούδι και όχι ποίημα. Το δημοτικό τραγούδι δεν απαγγέλλεται.
  8. Το ζωντανό ύφος και η ρεαλιστική περιγραφή, και τέλος
  9. Το χαρακτηριστικό μέτρο. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (πολιτικός στίχος) κυριαρχεί απόλυτα. Ακολουθούν, με μεγάλη διαφορά, ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός στίχος. Η ομοιοκαταληξία σπανίζει, κάποιες φορές είναι συμπτωματική και είναι απαραίτητη μόνο στα λιανοτράγουδα.
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγο­νότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκε­κριμένα πρόσωπα . Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προ­σώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.

 

Οι μαθητές της έκτης τάξης αναζήτησαν δημοτικά τραγούδια που σχετίζονταν με σημαντικές προσωπικότητες και γεγονότα της περιόδου της τουρκοκρατίας και της ελληνικής επανάστασης, και μας τα παραθέτουν :

 

Της Αγια-Σοφιάς

Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,

κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.

Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,

φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

“Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα ‘αγια,

παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,

γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια°

το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,

το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.

Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.

“Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι”.

 

Θρήνος

Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,

Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.

Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,

το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.

Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:

-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”

-“Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην

απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω

κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.”

Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη

κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώτην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομίες να κάμνουν,
να ποίσου στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εικόνας

να σχίζουν, να καταπατούν τα ‘λόχρυσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν ,
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στη θάλασσα να ρίπτουν,

να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.

 

Δημοτικό τραγούδι του Πόντου για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’

από την Πόλην ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,

επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.

Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,

εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,

Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης

έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.

Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.

«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια

κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,

-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι

-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.

-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

 

Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως

Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας· [. . .]
να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.[. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης.

 

Οι σκλάβοι του Μπαρμπαρέσσω

Ήλιε, που βγαίνεις το ταχύ, ‘ς ούλον τον κόσμο δούδεις,
‘ς ούλον τον κόσμ’ ανάτειλε, ‘ς ούλην την οικουμένη,
‘ς τω Μπαρμπαρέσσω τοις αυλαίς, ήλιε, μην ανατείλης,
κι’ αν ανατείλης, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψης,
γιατ’ έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους,
και θα γραθού οι γιαχτίδες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα.

 

Το παιδομάζωμα

Ανάθεμα σε, Βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε
με το κακόν οπόκαμες, με το κακό που κάνεις!
Στέλνεις, τραβάς τους γέροντάς, τους πρώτους, τους παπάδες,
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις Γιανιτσάρους.
Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά, κ’ οι αδερφές τ’ αδέρφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι κι όσο να ζω θα κλαίγω
πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου.

 

Μια κόρη μια ξανθιά κόρη

Μια κόρη μια ξανθιά κορή, ξανθιά και μαυρομάτα,
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ’ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν’ από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσια;
-Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Παν οι ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ’ ου κόσμους όλους.

 

Για ειδέστε τον αμάραντο

Για ειδέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει,
φυτρώνει μέσ’ τα δύσβατα στις πέτρες στα λιθάρια,
τον τρων τα ‘λάφια και ψοφούν τ’ αγρίμια κι ημερεύουν
το τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους
τον τρώνε και τα ήμερα και λησμονούν τη στρούγκα,
κι αν μ’ έκανε τι μ’ ήθελε κι αν μ’ έχει τι με θέλει,
π’ εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώ και πίνω.

 

Δεροπολίτισσα

Μωρ’ Δεροπολίτισσα μωρ’ καημένη,
μωρ’ Δεροπολίτισσα ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Bάλ’ το φέσι σου στραβά μωρ’ καημένη,
βάλ’ το φέσι  σου στραβά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

‘Σύ (ντ)α πας στην εκκλησιά μωρ’ καημένη,
‘σύ (ντ)α πας στην εκκλησιά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Με λαμπάδες με κεριά μωρ’ καημένη,
με  λαμπάδες  με κεριά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Και με μοσκοθυμιατά μωρ’ καημένη,
και με μοσκοθυμιατά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Για προσκύνα για τ’ εμάς μωρ’ καημένη,
για προσκύνα για τ’ εμάς ζη μωρ’ ζηλεμένη.

Για τ’ εμάς τους Χριστιανούς μωρ’ καημένη,
για τ’ εμάς τους Χριστιανούς ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Τι μας πλάκωσε η Τουρκιά μωρ’ καημένη,
τι μας πλάκωσε η Τουρκιά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Κι όλη η Αρβανιτιά μωρ’ καημένη,
κι όλη η Αρβανιτιά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Και  μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά μωρ’ καημένη,
και μας σφάζουν  σαν τ’ αρνιά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά μωρ’ καημένη,
σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Σαν κατσίκια τ’ Αγιωργιού μωρ’ καημένη,
σαν κατσίκια τ’ Αγιωργιού ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

Σαν τραγιά τ’ Αϊ-Θανασιού μωρ’ καημένη,
σαν τραγιά τ’ Αϊ-Θανασιού ζη… μωρ’ ζηλεμένη.

 

Κλέφτικη ζωή

Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.

Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.

Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.

Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε.

Όλη μωρέ, όλημερίς στον
πόλεμο. όλημερίς στον πόλεμο
το βράδυ καραούλι.

 

Τα κλεφτόπουλα

Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.

Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.

Μόν’ τ’ άρματα,
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:

Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.

 

Παιδιά της Σαμαρίνας

Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα,
εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα,
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά,
σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά,
άιντε κατά την Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα,
κατά την Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε,
τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε,
άιντε τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα,
τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν σαν ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
κι αν σαν ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
άιντε η δόλια η αδελφή μου, μωρέ παιδιά καημένα,
η δόλια η αδελφή μου, κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα,
μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα,
άιντε πως είμαι λαβωμένος μωρέ παιδιά καημένα,
πως είμαι λαβωμένος, κι ας είστε πικραμένα.

 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-“Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”.

 

Κάτω στου βάλτου τα χωριά

Κάτω στου βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια
Φάτε, πιείτε μωρ’ αδέρφια.

Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλουρί
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
βρίζουν τα γένια του Κατή
γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούνε το Δεσπότη.

Βρε Τούρκοι κάτσετε καλά
γιατί σας καίμε τα χωριά!
Γρήγορα το αρματολίκι
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι.

 

Σαράντα Παλικάρια

Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά
Βγήκαν αρματωμένα , πάνε για κλεψιά.
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο.
Γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά
Οπέλιωνε τα’ ασήμι κι’ έφτιανε κουμπιά.

Γειά σου χαρά σου γέρο, καλώς τα παιδιά
Καλώς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
Σήκου να βγούμε γέρο, κλέφτες στα βουνά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
Και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο.

Πώχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σούρματα
Ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα
Ξέρει τις κρύες βρύσες πώπινα νερό
Ξέρει τα μοναστληρια πώπαιρνα ψωμί
Και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουνα.

Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό
Έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε
Και στον κατή σας πάνε , σας κρεμάσουνε.

Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε
Επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τα’ άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε
Κουμπούρια ξεκρεμάει κι’ αρματώνεται.

Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά:
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή
Να βγάλει τα παιδιά μου απ’ τη φυλακή

 

Σαράντα παλικάρια (Τριπολίτικη παραλλαγή)

Σαράντα παλληκάρια
από τη Λε μωρ’ απ’ τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο , μωρ’ την Τροπολιτσά

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ’ γέροντ’ απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο , μωρ’ την Τροπολιτσά

 

Παιδιά μ΄ σαν θέλτε λεβεντιά      

Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε

Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα

Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα

Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα

Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο

Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά

Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα

Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,

ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.

 

Του Βασίλη

Μάννα, μ’ έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες.
«Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς ‘ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και “ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι».

Να ήσουνα πετροπέρδικα ‘ς τα πλάγια του Πετρίλου,
ν’ αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί ‘ς το χέρι,
κι’ απ’ τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
«Βαρείτε, παλληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω».

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες,
χωριά κι” αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
-Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι ‘ς τους γερόντους.
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά ‘ς τα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,                                                                            να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις.”

Πουρνό φιλεί τη μάννα του, πουρνό ξεπροβοδειέται.
“Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τοις πάχναις!
-Καλό ‘ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι.”

 

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες

Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται ‘ς τα ψηλά βουνά και ‘ς τους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κ’ ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.

“Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και ‘ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι,
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πού ‘χω για σένα”.

 

Της νύχτας οι αρματολοί (παραλλαγή)

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής, παιδιά μου, οι κλέφτες
Ολονυχτίς, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μια
Ολονυχτίς κουρσεύανε και τις αυγές, παιδιά μ’, κοιμούνται
Κοιμούνται στα- Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μια
Κοιμούνται στα δασιά κλαριά και στους παχιούς, παιδιά μ’, τους ίσκιους
Είχαν αρνιά, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μιά
Είχαν αρνιά και ψένανε κριάρια και- ρε και σουβλάνε
Είχαν κι ένα, Σουσαμιά Κωνσταντινιά κι άλλη μιά
Είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μο- το μοναστήρι.

 

Ο γερο-κλέφτης

Γέρασα o μαύρος γέρασα, δεν μπορώ ‘α περπατήσω,
δεν μπορώ ‘α σύρω τ’ άρματα, τα γέρημα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα.
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα,
και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα,
δεν πρέπεστε για κρέμασμα, κι ουδέ για το παζάρι,
μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.

 

Του Κίτσου

Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν ‘ς την άκρη ‘ς το ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, ‘ς τα κλέφτικα λημέρια,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι’ όλοι οι καπεταναίοι.”

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα.
“Κίτσο μου, που είναι τάρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
-Μάννα λωλή, μάννα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν’ κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;”

 

Εσείς βουνά ψηλά

Εσείς, βουνά, βουνά ψηλά, βουνά με τα δασιά κλαριά σας
Και πύργε της- ρε της Καστάνιτσας
Και πύργε της- ρε της Καστάνιτσας, όπου βαστάτε κλέφτες
Τους κλέφτες τί- ρε τι τους κάνατε;
Τους κλέφτες τί- ρε τί τους κάνατε τους Κολοκοτρωναίους;
Όπου φοράν, φοράν χρυσά σπαθιά
Όπου φοράν, φοράν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκες ασημένιες
Και τα τσαπρά- τσαπράζια που φοράν
Και τα τσαπρά- τσαπράζια που φοράν ούλο μαργαριτάρια
‘Κείνο το Μά- το Μάρτη ήσαν εδώ
‘Κείνο το Μά- το Μάρτη ‘σαν εδώ και το μισό Απρίλη
Τους Τούρκους ε- ρε εκυνήγησαν.

 

Τα χιόνια στα βουνά

Ωρέ, λάμπουν τα χιό- ωρέ, τα χιόνια στα βουνά
Κι ο ήλιος στα λαγκάδια, έτσι λάμπει, ωρέ, λάμπει και η κλεφτουριά.
Έτσι λάμπει- ωρέ, λάμπει και η κλεφτουριά
Οι Κολοκοτρωναίοι, πού ‘χουν τ’ασή- ωρέ, τ’ασήμια τα πολλά
Που ‘χουν τ’ ασή- ωρέ, τ’ασήμια τα πολλά
Τις ασημένες πάλες, π’ αυτοί δεν κα- ωρέ, δεν καταδέχονται
Π’ αυτοί δεν κα- ωρέ, δεν καταδέχονται
Τη γής να την πατάνε, καβάλα πάν’, ωρέ, πάν’ στην εκκλησιά
Καβάλα πάν’, ωρέ, πάν’ στην εκκλησιά
Καβάλα προσκυνάνε, καβάλα, παί- ωρέ, παίρνουν αντίδωρο.

 

Των Λαζαίων οι γυναίκες

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».

 

Η σφαγή της Πάτρας το 1769

Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οι έμορφαις της Πάτρας
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν,
και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι ‘ς τους Αρβανίταις!
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι,
κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν.
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει!
Αφήνει η μάννα το παίδι και το παιδί τη μάννα,
χωρίζει κ’ εν’ αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο.

 

Γλυκοχαράζει η χαραυγή

Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.

Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι

Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι

 

Του πολέμου του ’21

Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν ταηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα.
“Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι’ ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι”.

 

Ήταν η μέρα βροχερή

Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
Άιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
Άιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου,
δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο.

 

Ο θάνατος του Διγενή

Ο διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο πάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι η πλάκα του ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αϊτό, της γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιά δεν τον χωρούσε,
και όρη εδρασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
βράχους τους ομαδόπαιζε και ριζιμιά ξεκούναε.
Στο τίναγμα ‘πιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια,
στο τρέξιμο και πήδημα, τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά κι από μακριά βιγλίζει,
και τον λαβώνει στην καρδιά και την ψυχή του παίρνει.

 

Του Μπραΐμη

Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.

 

Του Κιαμήλ Μπέη

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισα το δόλιο τον Κιαμίλη.
«Αχ, που ‘σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ησουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ούδε μες στα σαράγια.
Ενας παπάς σου τα ‘καψε τα γέρμα τα παλάτια.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς ραγιάδων».

 

Η νίκη του Βαλτετσίου και η κατάληψη της Τριπολιτσας

Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια».

 

Των Κολοκοτρωναίων

Χριστέ,  και τι να γίνανε οι Κολοκοτρωναίοι;
Μηδέ στη Μάνη φαίνονταιμηδέ στο Μέγα Λάκκο.

Ο Θοδωράκις κάθεται στη Ζάκυθο,  στο Κάστρο
και το Μοριά (ν) αγνάντευε,  και το Μοριά  ‘γναντεύει.

Γλιέπει τους κάμπους πράσινους και τα βουνά μαυρίζουν.
Και τού ‘ρθε ‘σαν παράπονο κι  αρχίνησε (ν)  να κλαίγει.

–  Γιαννάκη!  Πού ‘ν  τ’ αδέρφια μας ο Κώστας κι  ο  Θανάσης
και Γιώργος που πάντά ‘ τανε  ο  δόλιος  παληκάρι;

– Μωρ’ κειο τους τρεις τους κλείσανε μέσ’   ‘σ  ‘το  μαναστηράκι.
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο και τρία μερονύχτ (γ) ια

Χωρίς ψωμί. Χωρίς νερό. Χωρίς κανένα πράμα.
Και το γιουρούσι εκάμανε με το σπαθί ‘στο χέρι.

Τον Γιώργο τον σκοτώσανε. Τους άλλους ελαβώσαν.

 

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (των Κολοκοτρωναίων)

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
“Χριστέ μας, ‘βλόγα τα σπαθιά, ‘βλόγα μας και τα χέρια”.

Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
“Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν’ αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
‘τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω”.

 

Μωρ’ περδικούλα του Μοριά

Ωρέ, μωρ’ περδικούλα, μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;

 

Στα Τρίκορφα μες την κορφή

Στα Τρίκορφα, λέει, στα Τρίκορφα, στα Τρίκορφα μες την κορφή
Στα Τρίκορφα μες την κορφή Κολοκωτρώνης πολεμεί (ή: κάνει ορδή)
Μες τα Τρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώ- λέει, Κολοκοτρώ- Κολοκοτρώνης φώναξε
Κολοκοτρώνης φώναξε και όλος ο κόσμος τρόμαξε
Του Νικηταρά φωνάζει και τους Τούρκους τους τρομάζει
Που ΄σαι, μωρέ, λέει, πού ΄σαι, μωρέ, που ΄σαι, μωρέ Νικηταρά
Που ΄σαι, μωρέ Νικηταρά, που χουν τα πόδια σου φτερά
Μες στους κάμπους πως κοιμάσαι και τους Τούρκους δε φοβάσαι.

 

 

Η μάχη του Βαλτετσίου

“Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;

Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,

όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,

εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,

το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,

κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.

Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;

Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,

δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.

Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια”.

 

Η μάχη της Αλαμάνας

Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη Χαλκώματα
τόνο τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογεί και λέει:
“Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
ουτ΄ ο Καλύβας έρχεται ουτ΄ο Λεβεντογιάννης
Ομερ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’

Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
‘’Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια’’.

Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,
‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε”

Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,
χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
‘’Γίνεσαι Τούρκος Διακο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.
‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης αφρίζει και φωνάζει:
-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι.

 

Της Πάργας

Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι απο τ’ αντίκρι μέρι,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
απο την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παριανούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν’ να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
να μην τα βρούν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Τρία πούλιά απ’ τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Εφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργιανό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο’ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.

Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
Αστε, λαβάντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.

 

Το Μεσολόγγι

Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ’ άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.

 

 

Στο ρημοκλήσι του Δηρού 

Στο ρημοκλήσι του Δηρού
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
και τάχραντα μυστήρια
έφερνε ‘ς το κεφάλι του,
ψάλλοντας το χερουβικό.
Μα έξαφνα κι’ανέλπιστα
Τούρκοι τον περίλαβανε,
Κ’ έλαβε μόνον τον καιρό
και σήκωσε τα χέρια του,
κ’ είπεκε, “Παντοδύναμε,
δυνάμωσε τους Χριστιανούς,
τύφλωσε τους Αγαρηνούς
τη μέρα τη σημερινή”.

Μα οι άνδρες όλοι ελείπασι,
ήταν ‘ς τη Βέργα τ’ Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος
επάηνε δυο μερόνυχτα.
Μόνα τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι,
(γιατ’ ήτο θέρος) βρέθεσαν
με τα δρεπάνια ‘ς τα λουριά.
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δεν τρομάξασι,
μόν’ έδωκαν την είδηση
‘ς τον Κωσταντίνο με πεζόν.
Κ’ εκείνος ως πολέμαρχος
εσύναξ’ όλα τα χωριά,
γράφει και στέλνει ς’ τ’ Αρμυρό,
κ’ έδραμε κατά το Δηρό.
Βλέπει γυναίκες να χερούν
και τα δρεπάνια να κρατούν,
τους Αραπάδες να χτυπούν.
“Εύγε σας, μεταεύγε σας,
γυναίκες, άνδρες γίνετε,
σαν ανδρειωμέναις μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε”.
Είπε κ’ εβρυχουμάνισε
σαν το λιοντάρι ‘ς τα βουνά.
Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
Τότε τα παλληκάρια του
πετάχτησαν σαν τους αϊτούς,
κ’ επιάστηκαν με τους εχτρούς,
χέρια με χέρια ανάκατα.
Τους εκαταποντίσασι
και τους εβάλασι μπροστά,
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας και σκοτώνοντας
φτάσασι ‘ς την ακρογιαλιά,
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά.
Τότε ‘ς εκείνην τη στιγμή,
αγνάντιαζαν κ’ έπρόφτασαν
τα παλληκάρια τ’ Αρμυρού,
οπού τη νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κ’ εμπροστινά
ο γιος του γέρου βασιλιά,
είχε ‘ς τα πόδια του φτερά,
που τον ο πρώτος άγωρος.
Ξεγυμνωμένο το σπαθί
εκράτει, και τα μάτια του
σπίκιαις και φλόγες βγάζασι.
“Έχετε θάρρος, είπεκε
με μια φωνή σαν τη βροντή,
μη τα φοβάστε τα σκυλιά,
ας ειν’ πολλοί κι’ αμέτρητοι.
Ήταν πολλοί και ‘ς τ’ Αρμυρό,
κι’ εμείς τους ενικήσαμεν,
κι’ όλους τους εξωφλήσαμεν”.
Πρόφτασε τότε κι’ ο αρχηγός,
πρόφτασε κι’ ο αρχιστράτηγος,
οπού ναι πενταγνώστικος
‘ς τοις μάχαις, ‘ς τα πολιτικά,
κ’ είπε ‘ς τα παλληκάρια του,
κ’ είπε ‘ς όλο το στράτευμα.
“Όσοι πιστοί εμπρός, παιδιά,
σήμερον γεννηθήκαμε,
και θα σωθούμε σήμερον”.
Ήνοιξ’ η μάχη τρομερά,
κ’ ήτανε ξεσυνέριση
‘ς όλα τα Σπαρτιατόγονα
ποίοι να πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι,
τι ήσαν ‘ς την άκρη του γιαλού.
Μεσ’ ‘ς το στερνό δειλιάσασι
κ’ επέφτασι ‘ς τη θάλασσα,
σαν τα τυφλά τετράποδα,
γιατ’ ήτο θέλημα θεού
να σακουστή η παράκληση
τ’ αγίου πρωτοσύγκελου.

 

Η μάχη του Βαλτετσίου

Βαλτέτσι μου περήφανο
και χιλιοδοξασμένο,
πού είναι οι λεβέντες σου
που όλο τους περιμένω
ναρθούνε να χορέψουνε
στης Παναγιάς τη χάρη
στου Βαλτετσίου τον πλάτανο
να ρήξουν το λιθάρι
ν” αναδειχτούνε στο σπαθί
και στο καλό σημάδι,
ν’αναδειχτούν και στο χορό,
ποιός είναι παληκάρι.
Εδώ που μαζευτήκανε
όλοι οι καπεταναίοι
της Μάνης ο Πετρόμπεης
και Κολοκοτρωναίοι
κι” όλοι λεβέντες του Μοριά
που ήτανε γενναίοι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
ψηλά απ’το Ρεζενίκο
γειά σου Κολοκοτρώνη μου
πώς να σαλησμονίκω
κράτα ρε Μήτρο Πέτροβα
του κούκου το ταμπούρι
σας φέρνουμε ζεστό ψωμί
κρασί να πιείτε ούλοι.
Σας φέρνω και αρνιά ψητά
βαρώντας το νταούλι
ετάξανε στην Παναγιά
στην Παναγιά Παρθένα
από τα παλικάρια τους
μη σκοτωθεί κανένα.
Τότε στη μάχη ρίχτηκαν
μες το Βαλτέτσι ούλοι
και πήρανε τη λευτεριά
για να μη ζούνε δούλοι
μας χάρισαν τη λευτεριά
και μεις δεν ζούμε δούλοι
έφτασε κι” ο Νικηταράς
με το σπαθί στο χέρι
πέντε πιστόλες κράταγε
κι αστρακτερό μαχαίρι
στην ρεματιά του Βαλτετσιού
τους έκανε καρτέρι
γεια σου μωρέ Νικηταρά
άλλον δεν είχες ταίρι
είχες στα πόδια σου φτερά
κι όλη τουρκιά το ξέρει
έτσι παιδιά μου τέλειωσε
η μάχη στο Βαλτέτσι
τους Τούρκους τους εκλείσανε
σαν κότες στο κοτέτσι
τους κλείσαν στην Τριπολιτσά
προτού ο ήλιος πέσει.
Εσείς που δοξαστήκατε
στις δώδεκα του Μάη
εμείς θα σας γιορτάζουμε
αιώνια κάθε Μάη
στεφάνια θα σας φέρνουμε
με λουλούδια του Μάη
δάφνες, σγουρό βασιλικό
πανθήζουνε το Μάη.

 

Ο θάνατος του Κίτσου Μπότσαρη
Τρία πουλάκια κάθουνταν ‘σ της Άρτας το γιοφύρι,
Το ’να τηράει τα Ιάννινα, τ’ άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτον, το καλήτερον, μυργιολογάει και λέγει·
Ο Μπότσαρης εκίνησε ‘σ τα Ιάννινα να πάγη,
Για να βουλλώση μπουγιορτί, ‘σ το Βουργαρέλ να πάγη,
Για να μαζώξη τ’ άσπρα του όπου είχε δανεισμένα·
Κ’ από την Άρταν διάβηκε κονάκι να του κάνουν·
Κ’ ευθύς κονάκι τώκαμαν ‘σ του παπουτσή του Ρίζου,
(Κ’ εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν).
Τρία τουφέκια τώρριξαν, τα τρί’αρράδ’ αρράδα.
Το’να τον πέρει ‘ σ το πλευρόν, τ’ άλλο μέσα τα στήθη,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον παίρνει μες το στόμα.
Το στόμα αίμα γιόμωσε, και κοιλαδεί και λέγει
« (Καθήστε, παλληκάρια μου, και συ, βρε ψυχουιέ μου,
«Τι τούτο δεν είναι για σας) πάρτε μου το κεφάλι,
«Να μη το πάρη η τουρκιά, το πάγη ‘σ του βεζίρη·
«Το ιδούν οχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι, και λυπούνται».

 

Του Μάρκου Μπότσαρη 

Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.

Το Μάρκο παν’ στην εκκλησιά, το Μάρκο παν’ στον τάφο.

Εξήντα παπάδες παν’ μπροστά και δέκα δεσποτάδες.

Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας.

Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι.

Πώς να σ’κωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω;

Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου.

Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος.

 

Καημένε Μάρκο Μπότσαρη

Ένα πουλί θαλασσινό,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
γιε μ’ κι ένα πουλί βουνίσιο,
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Πέτρα την πέτρα περπατούν,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
γιε μ’ κλαδάκι σε κλαδάκι,
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

Να βρουν του Μάρκου την οπλή
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
γιε μ’ του Μάρκου το λημέρι,
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

Το Μάρκο τον σκοτώσανε,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
γιε μ’ ψηλά στο Καρπενήσι,
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

 

Αφήνω γεια ψηλά βουνά,

καημένε Μάρκο Μπότσαρη

γιε μ’ και σ’ όλα τα λημέρια,

Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

 

Αφήνω διάτα στα παιδιά.

καημένε Μάρκο Μπότσαρη

γιε μ’ σ’ όλα τα παλικάρια,

Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

 

Να πολεμήσουν την Τουρκιά

καημένε Μάρκο Μπότσαρη

γιε μ’ και τους κοτζαμπασήδες,

Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.

 

Του Κίτσου η μάνα

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι

με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε

 

– Ποτάμι για λιγόστεψε ποτάμι στρίψε πίσω

για να περάσω αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια

πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύναξη κι ούλοι οι καπεταναίοι

 

Τον Κίτσο τον (ε)πιάσανε και πάν’ να τον κρεμάσουν

χίλιοι τον πάν’ από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω

 

Κι ολοξοπίσω πήγαινε κι η μαύρη του μανούλα

μοιρολογούσε κι έλεγε μοιρολογά και λέει

– Κίτσο που είναι τ’ άρματα τα έρημα τσαπράζια

 

– Μάνα λωλή μάνα τρελή μάνα ξεμυαλισμένη

δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου

μόν’ κλαις τα ‘ρημα τ’ άρματα και την παλικαριά μου

 

Του Λάμπρου Τζαβέλα

Εφώναξε μια παπαδιά μές απ’ τον Αβαρίκο.
Πού ‘στε του Λάμπρου τα παιδιά; πού ‘στε οι Μποτσαραίοι;
Πολλή μαυρίλλα πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα.
Δεν είναι μιά, δεν είναι δυό, δεν είναι τρείς και πέντε.
Είναι χιλιάδες δεκαοχτώ, χιλιάδες δεκαννέα.
Ας έρτουν πόλεμο να διούν και Σουλιωτών τουφέκια,
Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιώτισσών, της ξακουσμένης Χάϊδως.
Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια,
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξ’ ο Τζαβέλας.
“Παιδιά σταθήτε στο κουντρί, βαστάτε το λιθάρι.
Γιατ’ είν’ οι Τούρκ’ αμέτρητοι και λίγ’ είν’ οι Σουλιώτες”.
“Μωρές τι σκιάζεστε παιδιά, Τζαβέλας ματαλέγει.
Ακόμα τους φυλάγομε του σκλύλους τσ’ Αρβανίτες;”.
Πιάνουν και σπάνουν όλοι τους ταίς θήκαις των σπαθιών τους.
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια,
Βελή πασάς τους φώναζε να μη γυρνούν ταίς πλάταις,
Κ’ εκείνοι τ’ αποκρίνονταν, πετώντας τα τουφέκια.
“Δεν είν’ εδώ Δέλβινο, δεν είναι το Βιδίνι.
Είναι το Σούλι τ’ ακουστό, στον κόσμο ξακουσμένο,
Είναι του Λάμπρου το σπαθί, τουρκοματωμένο,
πούκαμε την Αρβανιτιά κι όλη φορεί τα μαύρα
κλαίγουν μονάδες για παιδιά γυναίκες για τους άντρες

 

Της Λένως του Μπότσαρη

Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
— Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».

 

 

Της Δέσπως

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ’ γγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε ‘ς του Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα, ρήξε τάρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
-Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε, κι’ αν τούρκεψε νη Κιάφα.
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει»
Δαυλί ‘ς το χέρι νάρπαξε, κόραις και νύφαις κράζει.
«Σκλάβαις Τούρκων μη ζησωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελατε».
Και τα φυσέκια ανάψανε, κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.

 

Λαλιώτισσαις

Του Λάλα με τα κρύα νερά, με τοις βαρειαίς κυράδες,
με τοις τραναίς αρχόντισσαις, τοις καλομαθημέναις,
που δεν καταδεχόντανε τη γης να την πατήσουν,
πoφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια,
και τώρα πώς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τους ραγιάδες!
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμέναις,
νάχουν οι Έλληνες νερό, φωτιά να πυρωθούνε.
Και η μια την άλλη έλεγανε και η μια την άλλη λένε.
Τί να ‘ν’ κείνα που φαίνονται, τί να ‘ν’ εκείνα π’ ερχώνται;
Μηνά ειν’ μπαϊράκια τούρκικα, μην τά στειλε ο πασάς μας;
Δεν ειν’ μπαϊράκια τούρκικα, δεν τα στείλε ό πασάς μας,
παρά ειν’ μπαϊράκια κλέφτικα, κ’ είναι των Πλαπουταίων”.

 

Του Γιάννη Σταθά

“Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο, λεβένταις, δώσετε, απίστους μη φοβάστε. ”
Κ’ οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ’ εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
‘Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι’ αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.

 

Του Δράμαλη

Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα ‘ς του Δράμαλη τη μάννα.
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
‘ς το Δερβενάκι κείτονται, ‘ς το χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
“Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά ‘ς τα χέρια”.
Γράμματα πάνε κ’ έρχονται ‘ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε ταχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.

 

Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη

Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».

 

Του Ζαχαράκη

Θέλετε δέντρ’ ανθήσετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν’ ανοίξει το ροδάμι,
να βγω ψηλά στον Αρμυρό, ψηλά στην Παλιοβούνα,
για να σιουρίξω κλέφτικα, να μάσω τα μπουλούκια.
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε, όλα να μαζωχτείτε,
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφτες.
Σέρνει τσεκούρια στ’ άλογα, τσεκούρια στα μουλάρια,
για να τσακίζει γόνατα, για να τσακίζει χέρια.

Κι όσοι κλέφτες τ’ ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν.
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήσει.
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι.
“Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Ελάτε, παλληκάρια μου, όλοι να συναχτείτε,
τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη,
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλικαριά μας,
να ιδεί ντουφέκι κλέφτικο, τα βόλια μας πού πέφτουν,
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες”.

 

 

Σουλιώτισσες

Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

 

Σουλιώτικο

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι.
Το ‘να ναι του Μουχτάρ πασά, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
“Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώση.
– Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως”.
Κι’ ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι,
“Παιδιά, σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντροειωμένα,
γιατ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες”.

Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας.
“Παιδιά μ’, ήρθ’ ώρα του σπαθιού κι’ ας πάψη το τουφέκι”.
Κι’ όλοι έπιασαν και σπάσανε τοις θήκαις τω σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Άλλοι έφευγαν κι’ άλλοι έλεγαν “Πασά μου, ανάθεμα σε!
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Αρβανίταις.
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα,
εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι”.
Κι’ ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
“Έλα, πασά, τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ εδώ ‘ς τον τόπο μας ‘ς την έρημη την Κιάφα,
εδώ να στήσης το θρονί, να γένης και σουλτάνος”.

 

Αράπιτσα

Μας χάλασαν κι αϊμάν αμάν την Νιάουστα
που ήταν κεφαλοχώρι μα τον ουρανό, κορμί που τυραννώ
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν μανί- κι αϊμάν αμάν -τσις με πιδιά
κι οι πιθηρές μι νίφες μα τη θάλασσα, κορμί που αγκάλιασα
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν τη ζαφειρόνυφη, τριών ημερών νυφούλα Μακρυνίτσα μου
καημό πο’χει η καρδίτσα μου
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.

 

Ο καταδικασμός της Κρήτης

“Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ, μιαν Τρίτη,
(αφουγκρασθήτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη)
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε ‘ς το Παρίσι,
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενή η Κρήτη.
Μ’ απής εσυναχτήκανε κι’άρχηξαν το κουσούλτο,
ούλοι εδιχονήσανε και παίρνει την ο Τούρκος.
Αθρώπους τότ’ επέψανε κ’ εις τσοι Καλύβαις βγαίνει,
να συναχτούν οι Χρισθιανοί, να δώση το χαμπέρι.
Και σαν εσυναχτήκασι, διαβάζει τη συθήκη,
κ’ έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.
Φωνιάζουν, κλαίν οι Χρισθιανοί “Αφέντες κουμαντάτες,
εβγάστ’ απάνω ‘ς τα βουνά, να κάτσετε ‘ς τσοι στράταις,
να ιδήτε ούλα τα πουλιά, απού ψηλά πετούσι,
τα κόκκαλα τω Χρισθιανώ ‘ς τ’ αντόδια να βαστούσ